Η αρχή ne bis in idem ην πολιική ίκη ως κήλωη 2ου...

29
2o Ετήσιο Συνέδριο Νομικής Σχολής ΑΠΘ «Δίκαιη Δίκη» 144 Η αρχή ne bis in idem στην πολιτική δίκη ως εκδήλωση του δικαιώματος στη δίκαιη δίκη κατά το άρθρο 6 § 1 ΕΣΔΑ. Αντίκτυπος της νομολογίας του ΕΔΔΑ στο εθνικό δικονομικό δίκαιο 1 . Παναγιώτης Σ. Γιαννόπουλος Λέκτορας Νομικής Σχολής ΔΠΘ Προοίμιο – αντικείμενο της μελέτης Η εμβέλεια της αρχής ne bis in idem καταλαμβάνει και την πολιτική δίκη, προεχόντως υπό την μορφή της αρνητικής λειτουργίας του δεδικασμένου 2 , αλλά χωρίς αναγκαίως να περιορίζεται σε αυτή 3 . Καταλαμβάνει επίσης και κάθε άλλη περίπτωση στην οποία το δικονομικό δίκαιο αποτρέπει τη δυνατότητα εκ νέου εξέτασης ζητήματος το οποίο έχει ήδη κριθεί ή μπορούσε να κριθεί στο πλαίσιο της προηγηθείσας δίκης υπό την έννοια αυτή μπορούν να ενταχθούν στην ευρύτερη αρχή ne bis in idem ο αποκλεισμός (330 ΚΠολΔ) 4 , ανεξάρτητα από τη διχογνωμία αν αποτελεί εκδήλωση της αρνητικής λειτουργίας του δεδικασμένου ή αυτοτελή έννομη συνέπεια της απόφασης 5 , η ενέργεια της παρέμβασης (84 ΚΠολΔ) 6 , η απαγόρευση 1 Εισήγηση στο 2ο Συνέδριο Ετήσιο Συνέδριο της Νομικής Σχολής Α.Π.Θ. (8-9.4.2016) με θέμα «ΔΙΚΑΙΗ ΔΙΚΗ». Το κείμενο αποδίδει την προφορική εισήγηση με την προσθήκη βιβλιογραφικών και νομολογιακών παραπομπών. Οι παραπεμπόμενες αποφάσεις του ΕΔΔΑ είναι διαθέσιμες στη βάση δεδομένων HUDOC (http://hudoc.echr.coe.int), οπότε παραπέμπονται χωρίς περαιτέρω αναφορές ως προς τη δημοσίευση τους. Οι παραπεμπόμενες αποφάσεις του ΔΕΕ είναι διαθέσιμες στην ιστοσελίδα eurlex της ΕΕ (http://eur-lex.europa.eu/) οπότε παραπέμπονται μόνον με το αναγνωριστικό της ιστοσελίδας (ECLI). 2 Η νομολογία τείνει να ταυτίζει την εκδήλωση της εμβέλειας της αρχής ne bis in idem με την αρνητική ενέργεια του δεδικασμένου. Σύμφωνα με την οικεία επαναλαμβανόμενη διατύπωση «…το ως άνω ουσιαστικό δεδικασμένο (σε αντιπαραβολή με το τυπικό δεδικασμένο ή τελεσιδικία της απόφασης) εμποδίζει να αμφισβητηθεί μεταξύ των αυτών προσώπων και να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης το δικαίωμα που κρίθηκε και η δικαιολογική σχέση που το στηρίζει, δηλαδή το σύνολο των έννομων συνεπειών που κρίθηκαν ότι απορρέουν από την έννομη σχέση και όχι τα πραγματικά γεγονότα που τη γέννησαν ή αναλόγως την κατέλυσαν. Η απαγόρευση αυτή ενεργεί τόσο θετικά, με την έννοια ότι το δικαστήριο, στο οποίο ανακύπτει εξ αφορμής άλλης δίκης, είτε ως κύριο είτε ως προδικαστικό, το δικαίωμα που κρίθηκε με τελεσίδικη απόφαση, οφείλει να θέσει ως βάση της απόφασης του το δεδικασμένο που προκύπτει από την προηγούμενη τελεσίδικη απόφαση, λαμβάνοντας αυτό ως αμάχητη αλήθεια, όσο και αρνητικά, με την έννοια ότι απαγορεύεται η άσκηση νέας αγωγής για το δικαίωμα που καλύπτεται από το δεδικασμένο (ne bis in idem), η οποία, αν παρόλα αυτά ασκηθεί, απορρίπτεται ως απαράδεκτη»: ΑΠ 790/2015 ΝΟΜΟΣ Συναφώς: ΑΠ 738/2014 ΝΟΜΟΣ ΑΠ 249/2011 ΝΟΜΟΣ ΑΠ 256/2011 ΝΟΜΟΣ ΑΠ 1286/2011 ΧρΙΔ 2012.299 (ΑΠ 613/2007,1286/2011) Η ΑΠ 2168/2014 ΝΟΜΟΣ χαρακτηρίζει την αρχή ως «ανέκαθεν ισχύουσα και ενυπάρχουσα στο δεδικασμένο από την ίδια τη φύση του απαγορευτική της επαναπροβολής τους δικαιϊκή αρχή non bis in idem». 3 Όπως παρατηρεί ο Καλαβρός Κ., 2016. ΠολΔ, 4 η . 2016. Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη Ελλάδα, § 38 αρ. 65, ουσιαστικά τόσο η αρνητική, όσο και η θετική λειτουργία του δεδικασμένου αποτελούν εκδηλώσεις της αρχής ne bis in idem καθώς δεσμεύουν το δικαστή από τη συγκεκριμένη κάθε φορά ενέργεια της δικαστικής απόφασης. Προς την αυτή κατεύθυνση βλ. και Ποδηματά Ε., 2002. Δεδικασμένο, Αντικειμενικά όρια ιδίως επί ενστάσεων Ι. Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, Ελλάδα, σ. 80 επ μ.π.π. Όπως παρατηρεί η ίδια, 2016. Δεδικασμένο σε τ. Η πολιτική δίκη σε κρίσιμη καμπή, σ. 45, ιδίως 48 επ, η αρνητική εκδήλωση του δεδικασμένου προηγήθηκε στο ρωμαϊκό δίκαιο, ενώ η δογματική επεξεργασία της θετικής λειτουργίας του δεδικασμένου ολοκληρώθηκε πολύ μεταγενέστερα. 4 ΑΠ 2168/2014 ΝΟΜΟΣ. 5 Πρβλ. για τη σχετική προβληματική, Γιαννόπουλο Π., 2010. Η ενέργεια της παρέμβασης κατά τον ΚΠολΔ. Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, Ελλάδα, σ. 51 επ μ.π.π. στις σημ. 118, 119. 6 Γέσιου-Φαλτσή Π., 1975. Η ενέργεια της παρεμβάσεως εις τον ισχύοντα ΚΠολΔ. Δ., 7 επ: 14 Μπέης, ΠολΔ, άρθρ. 84, σ. 455 RG 77.360 BGH 8.72 BGHZ 100.257. Παράλληλα ο θεσμός υπηρετεί και σταθμίσεις

Transcript of Η αρχή ne bis in idem ην πολιική ίκη ως κήλωη 2ου...

Page 1: Η αρχή ne bis in idem ην πολιική ίκη ως κήλωη 2ου ...epublications.web.auth.gr/sites/default/files... · 2017-11-07 · 2o Ετήσιο Συνέδριο

2o Ετήσιο Συνέδριο Νομικής Σχολής ΑΠΘ «Δίκαιη Δίκη»

144

Η αρχή ne bis in idem στην πολιτική δίκη ως εκδήλωση του δικαιώματος στη

δίκαιη δίκη κατά το άρθρο 6 § 1 ΕΣΔΑ. Αντίκτυπος της νομολογίας του ΕΔΔΑ στο

εθνικό δικονομικό δίκαιο1.

Παναγιώτης Σ. Γιαννόπουλος

Λέκτορας Νομικής Σχολής ΔΠΘ

Προοίμιο – αντικείμενο της μελέτης

Η εμβέλεια της αρχής ne bis in idem καταλαμβάνει και την πολιτική δίκη,

προεχόντως υπό την μορφή της αρνητικής λειτουργίας του δεδικασμένου2, αλλά

χωρίς αναγκαίως να περιορίζεται σε αυτή3. Καταλαμβάνει επίσης και κάθε άλλη

περίπτωση στην οποία το δικονομικό δίκαιο αποτρέπει τη δυνατότητα εκ νέου

εξέτασης ζητήματος το οποίο έχει ήδη κριθεί ή μπορούσε να κριθεί στο πλαίσιο της

προηγηθείσας δίκης υπό την έννοια αυτή μπορούν να ενταχθούν στην ευρύτερη αρχή

ne bis in idem ο αποκλεισμός (330 ΚΠολΔ)4, ανεξάρτητα από τη διχογνωμία αν

αποτελεί εκδήλωση της αρνητικής λειτουργίας του δεδικασμένου ή αυτοτελή έννομη

συνέπεια της απόφασης5, η ενέργεια της παρέμβασης (84 ΚΠολΔ)

6, η απαγόρευση

1 Εισήγηση στο 2ο Συνέδριο Ετήσιο Συνέδριο της Νομικής Σχολής Α.Π.Θ. (8-9.4.2016) με θέμα

«ΔΙΚΑΙΗ ΔΙΚΗ». Το κείμενο αποδίδει την προφορική εισήγηση με την προσθήκη βιβλιογραφικών και

νομολογιακών παραπομπών. Οι παραπεμπόμενες αποφάσεις του ΕΔΔΑ είναι διαθέσιμες στη βάση

δεδομένων HUDOC (http://hudoc.echr.coe.int), οπότε παραπέμπονται χωρίς περαιτέρω αναφορές ως

προς τη δημοσίευση τους. Οι παραπεμπόμενες αποφάσεις του ΔΕΕ είναι διαθέσιμες στην ιστοσελίδα

eurlex της ΕΕ (http://eur-lex.europa.eu/) οπότε παραπέμπονται μόνον με το αναγνωριστικό της

ιστοσελίδας (ECLI). 2 Η νομολογία τείνει να ταυτίζει την εκδήλωση της εμβέλειας της αρχής ne bis in idem με την

αρνητική ενέργεια του δεδικασμένου. Σύμφωνα με την οικεία επαναλαμβανόμενη διατύπωση «…το ως

άνω ουσιαστικό δεδικασμένο (σε αντιπαραβολή με το τυπικό δεδικασμένο ή τελεσιδικία της απόφασης)

εμποδίζει να αμφισβητηθεί μεταξύ των αυτών προσώπων και να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης το δικαίωμα

που κρίθηκε και η δικαιολογική σχέση που το στηρίζει, δηλαδή το σύνολο των έννομων συνεπειών που κρίθηκαν ότι

απορρέουν από την έννομη σχέση και όχι τα πραγματικά γεγονότα που τη γέννησαν ή αναλόγως την κατέλυσαν. Η

απαγόρευση αυτή ενεργεί τόσο θετικά, με την έννοια ότι το δικαστήριο, στο οποίο ανακύπτει εξ αφορμής άλλης

δίκης, είτε ως κύριο είτε ως προδικαστικό, το δικαίωμα που κρίθηκε με τελεσίδικη απόφαση, οφείλει να θέσει ως

βάση της απόφασης του το δεδικασμένο που προκύπτει από την προηγούμενη τελεσίδικη απόφαση, λαμβάνοντας

αυτό ως αμάχητη αλήθεια, όσο και αρνητικά, με την έννοια ότι απαγορεύεται η άσκηση νέας αγωγής για το δικαίωμα

που καλύπτεται από το δεδικασμένο (ne bis in idem), η οποία, αν παρόλα αυτά ασκηθεί, απορρίπτεται ως

απαράδεκτη»: ΑΠ 790/2015 ΝΟΜΟΣ Συναφώς: ΑΠ 738/2014 ΝΟΜΟΣ ΑΠ 249/2011 ΝΟΜΟΣ ΑΠ 256/2011

ΝΟΜΟΣ ΑΠ 1286/2011 ΧρΙΔ 2012.299 (ΑΠ 613/2007,1286/2011) Η ΑΠ 2168/2014 ΝΟΜΟΣ χαρακτηρίζει την

αρχή ως «ανέκαθεν ισχύουσα και ενυπάρχουσα στο δεδικασμένο από την ίδια τη φύση του απαγορευτική της

επαναπροβολής τους δικαιϊκή αρχή non bis in idem». 3 Όπως παρατηρεί ο Καλαβρός Κ., 2016. ΠολΔ, 4η. 2016. Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη Ελλάδα, § 38 αρ. 65,

ουσιαστικά τόσο η αρνητική, όσο και η θετική λειτουργία του δεδικασμένου αποτελούν εκδηλώσεις της αρχής ne

bis in idem καθώς δεσμεύουν το δικαστή από τη συγκεκριμένη κάθε φορά ενέργεια της δικαστικής απόφασης.

Προς την αυτή κατεύθυνση βλ. και Ποδηματά Ε., 2002. Δεδικασμένο, Αντικειμενικά όρια ιδίως επί ενστάσεων Ι.

Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, Ελλάδα, σ. 80 επ μ.π.π. Όπως παρατηρεί η ίδια, 2016. Δεδικασμένο σε τ. Η

πολιτική δίκη σε κρίσιμη καμπή, σ. 45, ιδίως 48 επ, η αρνητική εκδήλωση του δεδικασμένου προηγήθηκε στο

ρωμαϊκό δίκαιο, ενώ η δογματική επεξεργασία της θετικής λειτουργίας του δεδικασμένου ολοκληρώθηκε πολύ

μεταγενέστερα. 4 ΑΠ 2168/2014 ΝΟΜΟΣ. 5 Πρβλ. για τη σχετική προβληματική, Γιαννόπουλο Π., 2010. Η ενέργεια της παρέμβασης κατά τον ΚΠολΔ. Αντ.

Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, Ελλάδα, σ. 51 επ μ.π.π. στις σημ. 118, 119. 6 Γέσιου-Φαλτσή Π., 1975. Η ενέργεια της παρεμβάσεως εις τον ισχύοντα ΚΠολΔ. Δ., 7 επ: 14 Μπέης, ΠολΔ,

άρθρ. 84, σ. 455 RG 77.360 BGH 8.72 BGHZ 100.257. Παράλληλα ο θεσμός υπηρετεί και σταθμίσεις

Page 2: Η αρχή ne bis in idem ην πολιική ίκη ως κήλωη 2ου ...epublications.web.auth.gr/sites/default/files... · 2017-11-07 · 2o Ετήσιο Συνέδριο

Pro Justitia 2/ 2016

145

άσκησης του ιδίου ενδίκου μέσου περισσότερες φορές7, η αρνητική ενέργεια την

οποία εκδηλώνουν οι αποφάσεις εκουσίας δικαιοδοσίας (778 ΚΠολΔ)8, η αρνητική

ενέργεια του «οιονεί προσωρινού δεδικασμένου» των αποφάσεων που εκδίδονται

κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων9, η δεσμευτική ενέργεια των

αποφάσεων επί συλλογικής αγωγής10

, τα κωλύματα αναγνώρισης αλλοδαπής

απόφασης ασύμβατης προς το δεδικασμένο ημεδαπής11

και η απαγόρευση

αναδίκασης επί της ουσίας αλλοδαπών δικαστικών12

και διαιτητικών αποφάσεων13

αποτελούν εκδηλώσεις της ίδιας αρχής. Η εμβέλεια των ανωτέρω επιταγών

αναπτύσσεται κατ’ αρχήν στο εσωτερικό της έννομης τάξης14

, είναι όμως νοητό να

προσλάβουν και υπερεδαφικά αποτελέσματα δοθέντος ότι η διεθνής κυκλοφορία των

δικαστικών αποφάσεων αποτελεί εκδήλωση στο διεθνές πεδίο των επιταγών του

άρθρου 6 § 1 ΕΣΔΑ για την κατοχύρωση της αποτελεσματικότητας της παρεχόμενης

έννομης προστασίας15

-16

.

προστασίας της καλόπιστης διεξαγωγής της δίκης. Βλ. αναλυτικότερα για την προβληματική της ratio της

ενέργειας της παρέμβασης, Γιαννόπουλο, ό.π., σ. 76. 7 514, 541 και 555 ΚΠολΔ. ΑΠ 1860/2013 ΕφΑΔ 2014.179 Κλαμαρής Ν., 1981. Ο κανών της άπαξ ασκήσεως

των ενδίκων μέσων. Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, Ελλάδα, σ. 186 επ Κράνης, 2009. Εκκλητές

αποφάσεις και η αρχή ne bis in idem - Νομολογιακά πορίσματα. ΕΠολΔ, 2009.435. 8 ΑΠ 662/1998 ΕΕμπΔ 1999.368 ΕφΑθ 10155/1995 ΕλλΔνη 1996.1618 ΕφΑθ 3025/2000 ΕλλΔνη 2002.791

ΕφΑθ 868/2009 ΕφΑΔ 2009.458 ΕφΘεσ 1750/1992 Αρμ 1993.38 ΠΠρΠειρ 1468/2013 ΕλλΔνη 2013.1121. 9 ΜΠρΖακ 112/2014 ΕφΑΔ 2014.948. Πρβλ. ευρύτερα για τις υποστηριζόμενες απόψεις ως προς τη φύση της

απόφασης ασφαλιστικών μέτρων και τις ενέργειες της, Παναγόπουλος, 1985. Δέσμευση και επανάληψη στα

ασφαλιστικά μέτρα. σ. 92 επ και ιδίως ως προς την εφαρμογή της αρχής ne bis in idem στη δίκη ασφαλιστικών

μέτρων, σ. 106 επ Κονδύλης Δ., 2007. Το δεδικασμένο, 2η. Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα, Ελλάδα σ. 697 επ

Κράνης, 2003. Λειτουργικές δομές των ασφαλιστικών μέτρων. ΕλλΔνη, 2003.1225: 1233 επ Σταματόπουλος Στ.,

2014. Ανάκληση απόφασης ασφαλιστικών μέτρων. ΕΠολΔ, 2014.479 επ: 480. Γέσιου-Φαλτσή Π., 2010.

Παραδεκτό αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων που ασκείται με τις προτάσεις ενώπιον του Πολυμελούς

Πρωτοδικείου επί απορρίψεως από το Μονομελές Πρωτοδικείο όμοιας προηγούμενης. ΕΠολΔ, 2010.338. 10 ΜΠρΚεφ 143/2013 ΝΟΜΟΣ 11 323.4 ΚΠολΔ, 27 αρ. 4 ΣΒρυξ, 34 αρ. 4 ΚανΒρυξ Ι, 45 § 1 γ-δ’ ΚανΒρυξ Ι α. Πρβλ. ευρύτερη για τη

δικαιοπολιτική θεμελίωση της αρχής της απαγόρευσης της αναθεώρησης της απόφασης επί της ουσίας (revision

au fond) βλ. αντί άλλων Μαριδάκης Γ., 1970. Η εκτέλεσις αλλοδαπών αποφάσεων κατά το ισχύον εις την Ελλάδα

Δίκαιον, 3η. Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, Ελλάδα, σ. 12 επ. 12 29 ΣΒρυξ 36 ΚανΒρυξ Ι, 52 ΚανΒρυξ Ια. 13 ΟλΑΠ 899/1985 ΝοΒ 1985.1399 ΑΠ 65/1997 ΝοΒ 1998.776 ΑΠ 1066/2007 ΕΠολΔ 2008.68 ΑΠ 2273/2009

ΕφΑΔ 2010.1237 ΕφΑθ 29/2010 ΕφΑΔ 2010.725. ΕφΠειρ 738/2010 ΝΟΜΟΣ 14 Ενίοτε η νομολογία προσδίδει στην αρχή ne bis in idem απευθείας κανονιστική εμβέλεια ακόμη και σε

περιπτώσεις που δεν ρυθμίζονται ειδικά σε ορισμένη δικονομική διάταξη. Χαρακτηριστική επί τούτου η ΕφΑθ

1601/2003 ΕλλΔνη 2003.996, σύμφωνα με την οποία η υποβολή δεύτερης αίτησης προς έκδοση διαταγής

πληρωμής όταν έχει γίνει δεκτή η πρώτη αποκλείεται με βάση την αρχή ne bis in idem. Πρβλ. αναλυτικότερα για

το ζήτημα αυτό, Τσαντίνης Σ., 2002. Η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής. Δογματική ένταξη και ρύθμιση. Αντ. Ν.

Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, Ελλάδα, σ. 281. 15 Γιαννόπουλος Π., 2003. Αναγνώριση αλλοδαπών αποφάσεων εκουσίας δικαιοδοσίας στην ελληνική έννομη τάξη.

Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, Ελλάδα, σ. 99 επ και ιδίως 127 επ. Υπέρ της ίδιας ερμηνευτικής λύσεις και

ο Κλαμαρής Ν., 1989. Το δικαίωμα δικαστικής προστασίας κατά το άρθρο 20 § 1 Συντάγματος 1975. σ. 195 υπό το

πρίσμα του άρθρου 20 Συντ. Βλ. ακόμη Γέσιου- Φαλτσή Π., 2006. Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως. Η διεθνής

αναγκαστική εκτέλεση. Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, Ελλάδα, § 69 αρ. 4 Νίκα Ν., 2010. Δίκαιο Αναγκαστικής

Εκτελέσεως Ι. Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, Έλλαδα, § 13 αρ. 1. 16 Ήδη το ΕΔΔΑ επιβεβαιώνει ότι η υπερεδαφική ανάπτυξη των αποτελεσμάτων των δικαστικών αποφάσεων

υπηρετεί την ασφάλεια δικαίου στη διεθνή της εκδήλωση: ΕΔΔΑ 25.9.2012, ATEŞ MİMARLIK MÜHENDİSLİK

A.Ş v. TURKEY, 33275/05, § 46: «The Court considers that the development of common judicial standards and

harmonisation of national laws in civil and commercial matters is an emerging phenomenon in international law.

To this end, the national laws of Convention Contracting States, including Turkey, establish rules on the

recognition and enforceability of a foreign judgment in their domestic systems with a view to ensuring legal

certainty in international relations between private parties and to fostering predictability and coherence in rules

and procedures governing those relations».

Page 3: Η αρχή ne bis in idem ην πολιική ίκη ως κήλωη 2ου ...epublications.web.auth.gr/sites/default/files... · 2017-11-07 · 2o Ετήσιο Συνέδριο

2o Ετήσιο Συνέδριο Νομικής Σχολής ΑΠΘ «Δίκαιη Δίκη»

146

Προέχουσα βαρύτητα μεταξύ των κατ’ ιδίαν εκδηλώσεων της αρχής ne bis in

idem προσλαμβάνει βέβαια το δεδικασμένο, κυρίως υπό την εκδήλωση της αρνητικής

λειτουργίας του, χωρίς να αποκλείεται πάντως και η θετική λειτουργία του.

Η εκδήλωση αυτή υλοποιείται σύμφωνα με την κρατούσα στο ελληνικό

δίκαιο γνώμη ως διαδικαστική προϋπόθεση της μεταγενέστερης δίκης, επιβάλλοντας

την απόρριψη της ως απαράδεκτης17

. Οι προϋποθέσεις αυτές γίνεται δεκτό18

ότι

συντρέχουν: α) όταν τα αντικείμενα των δύο δικών ταυτίζονται πλήρως, β) όταν το

αντικείμενο του δεδικασμένου είναι ευρύτερο του αντικειμένου της νέας δίκης είναι

ευρύτερο ή στενότερο περιλαμβάνοντας εν όλω ή εν μέρει το ήδη κριθέν, γ) όταν το

ζήτημα που κρίθηκε ως προδικαστικό στην αρχική δίκη ανακύπτει ως κύριο στη

νεότερη δίκη, δ) όταν το αντικείμενο του δεδικασμένου είναι λογικά ασύμβατο προς

το αντικείμενο της δεύτερης δίκης και συνεπώς αποκλείει την ύπαρξη αυτού και ιδίως

όταν με τη μεταγενέστερη αγωγή ζητείται η άρνηση της έννομης συνέπειας που

διαγνώσθηκε με δύναμη δεδικασμένου στην αρχική δίκη.

Στασιάζεται αντίθετα αν εντάσσεται στην αρνητική λειτουργία του

δεδικασμένου η περίπτωση των νομικά ασύμβατων αγωγών, όπως π.χ. αν στην

αρχική αγωγή του Α κατά του Β κρίθηκε τελεσιδίκως ότι το ενάγων είναι κύριος του

ακινήτου και ήδη ο Β επανέρχεται ισχυριζόμενος ότι είναι ο ίδιος κύριος του

ακινήτου. Η μάλλον κρατούσα γνώμη εντάσσει και την περίπτωση αυτή στην

αρνητική λειτουργία του δεδικασμένου19

. Αντίθετη γνώμη παρατηρεί ως προς το

εξεταζόμενο παράδειγμα ότι λείπει η πλέον θεμελιώδης προϋπόθεση κάθε

λειτουργίας του δεδικασμένου στη μεταγενέστερη δίκη, δηλαδή η ταυτότητα του

αντικειμένου λόγω των διαφορετικών αιτημάτων, με περαιτέρω επίκληση

επιχειρήματος εκ του άρθρου 330 εδ. β’ ΚΠολΔ20 η ερμηνευτική εκδοχή αυτή

καταλήγει ότι στην περίπτωση της νομικής ασυμβατότητας της αγωγής, οι σχετικές

περιπτώσεις δεν εντάσσονται στην αρνητική λειτουργία του δεδικασμένου αλλά

πιθανόν να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 330 εδ. β’

ΚΠολΔ, οπότε η δεύτερη αγωγή θα ασκείται παραδεκτά, ενώ αν αντίθετα διαφέρει η

ιστορική βάση των αντικειμένων της δίκης, τότε οι σχετικές περιπτώσεις

ενδεχομένως εντάσσονται στη θετική λειτουργία του δεδικασμένου, οπότε η δεύτερη

αγωγή θα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη21

.

1 Τελεσιδικία και αποτελεσματικότητα της έννομης προστασίας

Η εκδήλωση της αρχής ne bis in idem στο πεδίο του δεδικασμένου υπηρετεί,

όπως και το ίδιο το δεδικασμένο ως μερικότερη εκδήλωση της, τους σκοπούς της

κοινωνικής ειρήνης, ασφάλειας δικαίου, την περιφρούρηση του κύρους των

δικαστηρίων αλλά και την ιδέα της δικαιοσύνης καθεαυτής. Όπως χαρακτηριστικά

λέχθηκε22

«… η ιδέα της δικαιοσύνης περικλείει εν αυτή και την αρχήν της αυθεντίας

17 Βλ. ενδεικτ. Καλαβρός § 108 Ποδηματά, 2002, ό.π. σ. 82 επ και ιδίως σημ. 158 Κονδύλης, 2007. ό.π., σ. 189

όλοι μ.π.π. ΑΠ 790/2015 ΝΟΜΟΣ ΑΠ 1333/2000 ΕλλΔνη 2002.400 18 Βλ. ενδεικτ. Καλαβρός, § 38 αρ. 95 επ Ποδηματά, 2002, ό.π. σ. 80 επ Κονδύλης, 2007, ό.π. σ. 185 επ. 19 Κονδύλης, 2007, ό.π., σ. 186 επ Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Κουσούλης), 2000. ΚΠολΔ Ι. Αντ. Ν.

Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, Ελλάδα, Εισάγ. 321-324 αρ. 7 Ποδηματά, 2002, ό.π., σ. 80 σημ. 155. 20 Καλαβρός, 2016, § 38 αρ. 104 ο οποίος επισημαίνει ότι το άρθρο 330 εδ. β’ ΚΠολΔ επιτρέπει την προβολή σε

μεταγενέστερη δίκη αυτοτελών αγώγιμων δικαιωμάτων τα οποία δεν προβλήθηκαν στην αρχική δίκη με τη μορφή

ένστασης. 21 Καλαβρός, 2016, § 38 αρ. 107. 22 Μητσόπουλος Γ., 1998. Το πρόβλημα της εννοίας του δικαιικού πλάσματος. Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-

Κομοτηνή, Ελλάδα, σ. 87.

Page 4: Η αρχή ne bis in idem ην πολιική ίκη ως κήλωη 2ου ...epublications.web.auth.gr/sites/default/files... · 2017-11-07 · 2o Ετήσιο Συνέδριο

Pro Justitia 2/ 2016

147

του δεδικασμένου, ανεξαρτήτως της ορθότητας ή μη της απόφασης …». Κατά ανάλογη

διατύπωση που υιοθέτησε το BGH23

«το κύρος των δικαστηρίων, η ασφάλεια του

δικαίου και η διατήρηση της ειρήνης δικαίου μεταξύ των μερών επιβάλλουν την

απαγόρευση κάθε αμφισβητήσεως σχετικά με την υπόθεση που κρίθηκε τελεσιδίκως»,

ενώ το ημεδαπό Ακυρωτικό στην ΟλΑΠ 10/200224

υπογράμμισε ότι ο σκοπός του

δεδικασμένου εντοπίζεται στη διατήρηση της ασφάλειας δικαίου και στην αποτροπή

της διάσπασης της επιβαλλόμενης από τη φύση του δικαίου συνοχής25

.

Προσφυώς επισημάνθηκε ακόμη πως η βαθύτερη ουσία του δεδικασμένου

αλλά και όλων των άλλων ενεργειών των δικαστικών αποφάσεων βρίσκεται κατ’

εφαρμογή της αρχής ne bis in idem στην αποφυγή διεξαγωγής νέας δίκης μεταξύ των

αυτών διαδίκων και για την ίδια κατ’ ουσίαν διαφορά26

.

Αποτελεί κοινό τόπο ότι προκειμένου να μη στερείται νοήματος στην πράξη η

δικαστική προστασία, όπως αυτή κατοχυρώνεται στα άρθρα 20 § 1 Συντ. και 6 § 1

ΕυρΣΔΑ πρέπει να είναι αποτελεσματική27

, να παρέχεται δηλαδή σε χρόνο και κατά

τρόπο που πράγματι να εξασφαλίζει την απονομή της δικαιοσύνης. Η επιταγή αυτή

εντάσσεται στην καλούμενη οριζόντια (ποιοτική) εξειδίκευση του δικαιώματος

παροχής έννομης προστασίας28

. Από την εκδήλωση αυτή του δικαιώματος παροχής

έννομης προστασίας απορρέει περαιτέρω, συν τοις άλλοις, υποχρέωση της Πολιτείας

ως αποδέκτη του δικαιώματος29

πλην άλλων να περιβάλλει τη δικαστική απόφαση, το

προϊόν δηλαδή της ήδη παρασχεθείσας έννομης προστασίας, με έννομες συνέπειες

τέτοιες που να διασφαλίζουν την αποτελεσματικότητα της παρασχεθείσας έννομης

προστασίας. Άλλωστε «το απονεμηθέν δίκαιο μεθίσταται εις την πραγματικότητα «δια

της εκτελέσεως της αποφάσεως … και δια της ενστάσεως του δεδικασμένου»30

Παρά το γεγονός ότι – σύμφωνα με τη μάλλον κρατούσα γνώμη31

τουλάχιστον- οι επιταγές αυτές δεν εξικνούνται μέχρι και την συνταγματική ή

υπερνομοθετική κατοχύρωση των ενδίκων μέσων, οπότε εναπόκειται κατ’ αρχήν

στην Πολιτεία να ρυθμίσει τον αριθμό, επιτρεπτό και προϋποθέσεις άσκησης τους,

23 NJW 1962.1109 24 ΝοΒ 2003.652=Δ 2002.1304. 25 Βλ. ήδη Ποδηματά, 2016, ό.π., σ. 45 επ ιδίως 58 επ μ.π.π. σύμφωνα με την οποία ο δικαιολογητικός λόγος του

δεδικασμένου πρέπει να εντοπισθεί αυτοτελώς στην ασφάλεια δικαίου. 26 Σταματόπουλος Σ., 2003. Η αρχή της οικονομίας στην πολιτική δίκη. Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή,

Ελλάδα, σ. 409 Καλαβρός, 2016, § 38 αρ. 63. 27 Ενδεικτ. Δαγτόγλου Πρ., 2012. Συνταγματικό Δίκαιο. Ατομικά Δικαιώματα, 4η. Σάκκουλας, Αθήνα-

Θεσσαλονίκη, Ελλάδα, αρ. 1523 28 Κλαμαρής, 1989, ό.π., σ. 131 επ, ιδίως 133. 29 Βλ. αναλυτικότερα κατωτ. § 3.4. 30 Μαριδάκις, 1970, ό.π., σ. 88. Βέβαια εκτός από το δεδικασμένο και την εκτελεστότητα, οι δικαστικές

αποφάσεις παράγουν και διαπλαστική ενέργεια. Εντούτοις όπως παρατηρεί η Ποδηματά, 2002, ό.π., σ. 6 σημ. 20,

η πραγμάτωση του δικαιώματος δικαστικής διαπλάσεως το οποίο διαγιγνώσκεται με την διαπλαστική απόφαση,

τότε μόνον κατοχυρώνεται απόλυτα, όταν η κρίση της διαπλαστικής απόφασης για την ύπαρξη του δικαιώματος

αυτού καθίσταται πλέον αναμφισβήτητη στο πλαίσιο μεταγενέστερων δικών θωρακιζόμενη με την δύναμη του

δεδικασμένου. 31 Γέσιου-Φαλτσή, 1982. Παρέμβαση στο 10ο Πανελλήνιο Συνέδριο ΕΕΔ. Δ, 1982.609 επ: 610 Κεραμεύς Κ.,

2007. Ένδικα Μέσα, 4η. Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, Ελλάδα σ. 22 Νίκας Ν., 2007. ΠολΔ ΙΙΙ. Σάκκουλας,

Αθήνα-Θεσσαλονίκη, Ελλάδα, § 108 αρ. 4 μ.π.π. στη σημ. 10 Απαλαγάκη Χ., 1989. Το δικαίωμα ακροάσεως των

διαδίκων στην πολιτική δίκη. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμήμα Νομικής, σ. 165 επ Δαγτόγλου,

2012, ό.π., αρ. 1533 Κονδύλης, 2007, ό.π., σ. 713 επ ΟλΑΠ 168/1984 ΝοΒ 1984.536 ΟλΑΠ 27-28/2002 ΕλλΔνη

2002.1022 ΟλΑΠ 8/2003 Δ 2004.621 επ. Υπέρ της αντίθετης εκδοχής, Κλαμαρής, 1989, ό.π., σ. 245, 259 επ

Κουσούλης, Η νομική φύση του δεδικασμένου, 1988, σ. 54 επ Μπέης Κ., 1998. Τα θεμελιακά δικονομικά

δικαιώματα της δικαστικής ακρόασης και προστασίας σε τ. Η διαλεκτική του δικονομικού δικαίου Ι, σ. 94 επ: 188

επ Κολοτούρος Π., 2014. Η υπαγωγή της κατ’ άρθρο 933 ΚΠολΔ ανακοπής στο σύστημα της προσωρινής

δικαστικής προστασίας. ΕΠολΔ, 2014.251 επ: 256 επ (με αναλυτική περαιτέρω δικαιοσυγκριτική παρουσίαση του

ζητήματος στο ελληνικό και γερμανικό δίκαιο και πλούσιες περαιτέρω παραπομπές στη γερμανική βιβλιογραφία).

Page 5: Η αρχή ne bis in idem ην πολιική ίκη ως κήλωη 2ου ...epublications.web.auth.gr/sites/default/files... · 2017-11-07 · 2o Ετήσιο Συνέδριο

2o Ετήσιο Συνέδριο Νομικής Σχολής ΑΠΘ «Δίκαιη Δίκη»

148

οφείλει εν τούτοις στο βαθμό που θεσμοθετείται η άσκηση ενδίκων μέσων η ρύθμιση

τους να συμπλέει με τις επιταγές της δίκαιης δίκης32

. Τελολογικό παρεπόμενο των

ανωτέρω θα μπορεί να θεωρηθεί η θεμελίωση της αποτελεσματικότητας των

ενεργειών των δικαστικών αποφάσεων στην επιταγή για δίκαιη δίκη του άρθρου 6 § 1

ΕΣΔΑ αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή θα απέληγε στο άτοπο η Σύμβαση να

κατοχυρώνει μια σειρά από δικονομικές εγγυήσεις της κυρίως διαδικασίας χωρίς να

κατοχυρώνει τη δικαστική απόφαση ως προϊόν της διαδικασίας χάριν της οποίας

παρέχονται οι εγγυήσεις αυτές33

.

Τα παραπάνω δεν διέλαθαν της προσοχής της ελληνικής νομικής επιστήμης, η

οποία πολύ νωρίς επεσήμανε πως η έννοια της δικαιοδοσίας περικλείει εν αυτή την

αρχή της ισχύος του δεδικασμένου34

.

Υπό το Συντ. του 1975 η θεωρία διέκρινε σύντομα ότι το δεδικασμένο, ως

θεσμός που υπηρετεί τη δικαιική ασφάλεια και ειρήνη, ανταποκρίνεται στη

συνταγματική επιταγή για παροχή αποτελεσματικής έννομης προστασίας και κατ’

αποτέλεσμα το άρθρο 20 § 1 Συντ. αποτελεί το άμεσο συνταγματικό θεμέλιο του

δεδικασμένου35

. H σύνδεση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας με τη

δεσμευτική ενέργεια των δικαστικών αποφάσεων υποδηλώνει τη στενή συνάρτηση

των εν γένει σκοπών της δίκης με τους αντίστοιχους σκοπούς του δεδικασμένου36

.

Υπό την εκδοχή ότι ο σκοπός της πολιτικής δίκης εντοπίζεται προεχόντως στην

προστασία των ιδιωτικών δικαιωμάτων37

, η απονεμόμενη έννομη προστασία δεν

κατοχυρώνεται με τη διεξαγωγή της διαδικασίας καθεαυτής, αλλά με τις ειδικότερες

ενέργειες που προσδίδει η έννομη τάξη στη δικαστική απόφαση μεταξύ των οποίων

κυρίαρχη θέση καταλαμβάνει και το δεδικασμένο38

. Η προστασία των ουσιαστικών

δικαιωμάτων παρουσιάζεται τότε μόνον «αποτελεσματική» όταν ο νικητής διάδικος

δεν κινδυνεύει να περιπέσει σε μια ατέρμονη δικαστική διαμάχη για την ίδια

διαφορά. Παράλληλα, αλληλεπίδραση του σκοπού της δίκης και δεδικασμένου

διαπιστώνεται και υπό την προσέγγιση του σκοπού της δίκης ως μέσου πραγμάτωσης

δημοσίου δικαίου συμφερόντων της έννομης τάξης, καθ’ ο μέτρο η δεσμευτική

διάγνωση της διαφοράς και ο αποκλεισμός επανάληψης της ίδιας διαδικασίας

αποσκοπεί παράλληλα στην στην προάσπιση της ασφάλειας του δικαίου, τη

32 ΕΔΔΑ 27.7.2006, Ευσταθίου κατά Ελλάδος, 36998/02, ΝοΒ 2006.1170 ΕΔΔΑ 14.12.2006, Ζουμπουλίδης κατά

Ελλάδος, 77574/01, ΝοΒ 2007.206 επ. Από τη θεωρία βλ. ενδεικτ. Νίκα, § 108 αρ. 5 Μαμάτα 2010. Η απευθείας

επίκληση του άρθρου 6 § 1 ΕΣΔΑ ως λόγου αναιρέσεως η αοριστία των λόγων αναιρέσεως, ΕπιστΕπετΑρμ,

2010.195 επ: 198 33 Ενδεικτ. ΕΔΔΑ 19.3.1997, HORNSBY V. GREECE, 18357/91, § 40 ΕΔΔΑ 24.7.2003, RYABYKH v.

RUSSIA, 52854/99 [: RYABYKH], § 56 [: «It would be inconceivable that Article 6 § 1 should describe in detail

procedural guarantees afforded to litigants – proceedings that are fair, public and expeditious – without

protecting the implementation of judicial decisions»] ΕΔΔΑ 18.1.2007, SITKOV v. RUSSIA, 55531/00, § 55. 34 Ράμμος, Στοιχεία Ελληνικής Πολιτικής Δικονομίας, § 144, σ. 416. 35 Μπέης Κ., 1981. Εισαγωγή στη δικονομική σκέψη, 3η. Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, Ελλάδα, σ. 46-47

Κουσούλης, 1988 ό.π., σ. 56-57 Αρβανιτάκης Π., 1995. Τα χρονικά όρια του δεδικασμένου. Σάκκουλας, Αθήνα-

Θεσσαλονίκη, Ελλάδα, σ. 22 Σταματόπουλος ΣΤ., 1989. Η δικονομική αναδρομή των νέων ουσιαστικών και

ερμηνευτικών νόμων. Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, Ελλάδα, σ. 321 Απαλαγάκη Χ., 2001. Δεδικασμένο και

εκτελεστότητα στα νομικά πρόσωπα και στα μέλη τους. Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, Ελλάδα, σ. 60. Πρβλ.

εντούτοις, Καλαβρό Κ., 2η, 2011, Θεμελιώδη ζητήματα του δικαίουτ ης διαιτησίας, σ. σ. 12-15, σύμφωνα με τον

οποίο η άμεση σύνδεση της αρχής “ne bis in idem” με το δικαίωμα παροχής αποτελεσματικής έννομης

προστασίας υπερβαίνει την εμβέλεια των άρθρων 20 § 1 Συντ και 6 § 1 ΕΣΔΑ. 36 Αρβανιτάκης, 1995, ό.π., σ. 22 και περαιτέρω για τη σχέση σκοπών της δίκης και δικαιώματος δικαστικής

προστασίας: Κλαμαρή, ό.π. σ. 129 σημ. 284. ΑΠ 790/2015 ΝΟΜΟΣ 37 Κεραμεύς Κ., 1986. Αστικό Δικονομικό Δίκαιο. Γενικό Μέρος. Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, Ελλάδα, σ. 6

Αρβανιτάκης, ibid. 38 Αρβανιτάκης, 1995, ό.π., σ. 23.

Page 6: Η αρχή ne bis in idem ην πολιική ίκη ως κήλωη 2ου ...epublications.web.auth.gr/sites/default/files... · 2017-11-07 · 2o Ετήσιο Συνέδριο

Pro Justitia 2/ 2016

149

διαφύλαξη της κοινωνικής ειρήνης και την προάσπιση του κύρους της δικαστικής

λειτουργίας δια της αποτροπής της έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων39

.

Το συνταγματικό έρεισμα εξάλλου του δεδικασμένου στο άρθρο 20 § 1 Συντ.

διερεύνησε και το Ακυρωτικό στις αποφάσεις της Ολομέλειας 23/199440

, 38/199641

και 44/199642

δεχόμενο ότι «η παρεχόμενη από το κράτος έννομη προστασία δεν θα

ήταν πλήρης και αποτελεσματική και δεν θα συμβιβαζόταν με την έννοια του κράτους

δικαίου. Αν ο οφειλέτης αρνείται να αναγνωρίσει το δικαίωμα, οφείλει η πολιτεία,

βάσει του άρθρου 20 του Συντάγματος να θεσπίσει μία διαδικασία, που θα μπορεί να

οδηγήσει σε αναγνώριση του δικαιώματος, ίσης τουλάχιστον εμβέλειας με την εκούσια

εκ μέρους του οφειλέτη αναγνώριση. Αυτή δε ακριβώς την υποχρέωση της πολιτείας

εκπληρώνουν οι προαναφερθείσες διατάξεις, σε συνδυασμό και με τις λοιπές διατάξεις

του ΚΠολΔ».

2 Επισκόπηση της νομολογίας του ΕΔΔΑ ως προς τη σχέση του

δικαιώματος στη δίκαιη δίκη και ne bis in idem.

2.1 Θεσμικά ερείσματα του δεδικασμένου στο διεθνές δίκαιο.

Η νομολογία των διεθνών δικαστηρίων αναγνώρισε επίσης ερείσματα

διεθνούς δικαίου στο θεσμό του δεδικασμένου και μάλιστα αρκετά πρώιμα και

πάντως πολύ πριν της υπογραφή της ΕΣΔΑ. Ήδη το 1910 το Διαιτητικό Δικαστήριο

Βρετανίας-ΗΠΑ δέχθηκε ότι ο θεσμός του δεδικασμένου αποτελεί μια γενικώς

αποδεκτή αρχή του δικαίου η οποία εφαρμόζεται μόνον ως όταν υπάρχει ταυτότητα

διαδίκων και επίδικου ζητήματος43 στο ίδιο πνεύμα το 1925 το ΔΔΔΔ στη

γνωμοδότηση στην υπόθεση «Ταχυδρομική Υπηρεσία του Danzig»44

υπέλαβε ως

αυτονόητη τη δεσμευτική ενέργεια των δικαστικών αποφάσεων, προβαίνοντας

μάλιστα και σε μια σειρά περαιτέρω κρίσεων ως προς τα αντικειμενικά όρια του

δεδικασμένου, το οποίο σύμφωνα με το ΔΔΔΔ καταλαμβάνει το διατακτικό σε

συνδυασμό με τις αιτιολογίες που στηρίζουν το πόρισμα του δικανικού συλλογισμού,

εξαίροντας τη σημασία της ταυτότητας αντικειμένου και διαδίκων και διακρίνοντας

μεταξύ αιτιολογιών που στηρίζουν το διατακτικό και obiter dicta τα οποία δεν

καταλαμβάνονται από το δεδικασμένο της απόφασης45

, ενώ στην υπόθεση της

Trailsmelter46

το εκεί διαιτητικό δικαστήριο προχώρησε περαιτέρω αναδεικνύοντας

το χαρακτήρα του δεδικασμένου ως θεμελιώδη και ευρύτερα αποδεκτή αρχή του

39 Αρβανιτάκης, 1995, ό.π., σ. 24. 40 ΕλλΔνη 1995.577. 41 ΕλλΔνη 1997.41. 42 ΝοΒ 1997.451. 43 Στην υπόθεση S.S. Newchang, Claim No. 21, American Journal of International Law 1922.323 επ: 324. 44 Σε: http://www.icj-cij.org/pcij/serie_B/B_11/ 01_Service_postal_polonais_ a_Danzig_Avis_ consultatif.pdf, σ.

30: «It is perfectly true that all the parts of a judgment concerning the points in dispute explain and complete each

other and are to be taken into account in order to determine the precise meaning and scope of the operative

portion. This is clearly stated in the award of the Permanent Court of Arbitration of October 14th, 1902,

concerning the Pious Funds of the Californias, which has been repeatedly invoked by Danzig. The Court agrees

with this statement. But it by no means follows that every reason given in a decision constitutes a decision ; and it

must be remembered that the Court of Arbitration applied the doctrine of. res judicata because not only the Parties

but also the matter in dispute was the same (il y a non seulement identité des Parties en litige, mais également

identité de la matière). Now, although it is not quite clear why the High Commissioner, in paragraph 6 of his

decision, expressed his opinion on the scope of the utilization of the Polish postal service, there can be no doubt

that the said opinion is irrelevant to the point actually decided by him and therefore has no binding». 45 Ό.π. σημ. 41 [: « The Court agrees with this statement. But it by no means follows that every reason given in a

decision constitutes a decision]. 46 http://legal.un.org/riaa/cases/vol_III/1905-1982.pdf, σ. 1950-1951.

Page 7: Η αρχή ne bis in idem ην πολιική ίκη ως κήλωη 2ου ...epublications.web.auth.gr/sites/default/files... · 2017-11-07 · 2o Ετήσιο Συνέδριο

2o Ετήσιο Συνέδριο Νομικής Σχολής ΑΠΘ «Δίκαιη Δίκη»

150

διεθνούς δικαίου και αντιμετωπίζοντας το ως σύμφυτο στοιχείο της δικαιοδοτικής

επίλυσης των διεθνών διαφορών47

. Τέλος στην υπόθεση Εμπορικής Εταιρείας του

Βελγίου το 1939 το ΔΔΔΔ επιχείρησε να οριοθετήσει νοηματικά το δεδικασμένο ως

ακολούθως: «η αποδοχή ότι μια απόφαση αποτελεί δεδικασμένο δεν συνεπάγεται

τίποτα άλλα από την παραδοχή ότι οι όροι της απόφασης είναι τελικοί και

υποχρεωτικοί»48

. Σήμερα αποτελεί κοινό τόπο ότι το δεδικασμένο αποτελεί γενική

αρχή του δικαίου υπό την έννοια του άρθρου 38 § 1 στ. γ’ ΚατΔΔ49

.

2.2 Ερείσματα του δεδικασμένου στο άρθρο 6 § 1 ΕΣΔΑ

Η σχέση της αρνητικής εκδήλωσης του δεδικασμένου προς το δικαίωμα στη

δίκαιη δίκη απασχόλησε το ΕΔΔΑ για πρώτη φορά το έτος 1999 στην υπόθεση

Brumarescu50

. O αιτών ήταν κληρονόμος ενός ζεύγους υπαλλήλων στην κυριότητα

των οποίων ανήκε ένα διαμέρισμα στο Βουκουρέστι από τη δεκαετία του 1930. Το

ακίνητο εθνικοποιήθηκε το 1950 με το Δγμα 92/1950 αλλά επιτράπηκε στους

αρχικούς ιδιοκτήτες να παραμείνουν σε ένα διαμέρισμα αυτού καταβάλλοντας

ενοίκιο. Το 1973 το Δημόσιο πώλησε το ακίνητο σε νέους ιδιοκτήτες. Ο αιτών

προσέφυγε το 1993 ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων της Ρουμανίας

επικαλούμενος ότι το Δγμα με το οποίο εθνικοποιήθηκε η περιουσία των γονέων του

ήταν άκυρο και επικαλούμενος ειδικότερα ότι κατά το Δγμα της εθνικοποίησης δεν

προβλεπόταν η εθνικοποίηση περιουσιών μισθωτών. Με την απόφαση της 9.12.1993

το Πρωτοδικείο έκανε δεκτό τον ισχυρισμό, αναγνώρισε τον αιτούντα ως νόμιμο

κύριο του ακινήτου και διέταξε το Δήμο Βουκουρεστίου και μια ελεγχόμενη από το

Δημόσιο Εταιρία που διαχειριζόταν ακίνητα κρατικής ιδιοκτησίας να επιστρέψουν το

ακίνητο. Η απόφαση δεν προσβλήθηκε με τακτικά ένδικα μέσα και παρήλθε η

προθεσμία προσβολής της με έφεση. Οι δημοτικές αρχές συμμορφώθηκαν και

επέστρεψαν το ακίνητο. Στη συνέχεια ο Εισαγγελέας του Ακυρωτικού άσκησε

αναίρεση (recurs în anulare) κατά της πρωτόδικης και ήδη τελεσίδικης απόφασης

επικαλούμενος ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είχε υπερβεί τη δικαιοδοσία του

ελέγχοντας το κύρος νομοθετικής πράξης. Με την απόφαση της 1.3.1995 το

Ακυρωτικό εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση. To ΕΔΔΑ δέχθηκε ότι στην

προκείμενη περίπτωση είχε σημειωθεί παράβαση του άρθρου 6 § 1 ΕΣΔΑ με την

αιτιολογία ότι το άρθρο 6 § 1 ΕΣΔΑ ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του Προοιμίου της

ΕΣΔΑ σύμφωνα με το οποίο η αρχή της νομιμότητας αποτελεί μέρος της κοινής

κληρονομιάς των συμβαλλομένων κρατών. Περαιτέρω έγινε δεκτό ότι μια εκ των

πλέον θεμελιωδών εκφάνσεων του δικαιώματος αυτού αποτελεί η αρχή της

47 Ό.π. σ. 1951: «If it is true that international relations based on law and justice require arbitral or judicial

adjudication of international disputes, it is equally true that such adjudication must, in principle, remain

unchallenged, if it is to be effective to that end». 48 http://www.icj-cij.org/pcij/serie_AB/AB_78/01_Societe_commerciale_de_Belgique_Arret.pdf σ. 175. Η εν

λόγω απόφαση παρουσιάζει και πρόσθετο ελληνικό ενδιαφέρον καθώς διάδικος ήταν η Ελλάδα αλλά και

δικονομικό, δοθέντος ότι η επικαλούμενη παράβαση του διεθνούς δικαίου ενόψει της οποίας προσέφυγε το Βέλγιο

στο Διαρκές Δικαστήριο Διεθνούς Δικαιοσύνης (PCIJ) αφορούσε την άρνηση του Ελληνικού Δημοσίου να

εκτελέσει δύο αλλοδαπές διαιτητικές αποφάσεις που είχαν εκδοθεί υπέρ Βελγικής εταιρείας από την παράβαση

σύμβασης στο πλαίσιο της αναστολής εξυπηρέτησης του εξωτερικού χρέους της χώρας το 1932. Δυστυχώς η

υπόθεση παραπέμφθηκε σε περαιτέρω διαπραγματεύσεις μεταξύ των διαδίκων, ενώ το ΔΔΔΔ περιορίσθηκε στο

διατακτικό να υπογραμμίσει τον υποχρεωτικό και δεσμευτικό χαρακτήρα των αλλοδαπών διαιτητικών

αποφάσεων. 49 Cheng, General Principles of Law as Applied by International Courts and Tribunals, London, 1953 (ανατ. 1987),

s. 336-372 μ.π.π. Mosler, General Principles of Law, 2 ENCYCLOPEDIA OF PUBLIC INTERNATIONAL LAW

513, 516 (published under the auspices of the Max Planck Institute for Comparative Public Law and International

Law dir. of Rudolf Bernhardt, Elsevier, Amsterdam and others, 1999), σ. 518-525 Hanotiau, Complex

Arbitrations, 2005, σ. 239-240. 50 ΕΔΔΑ 28.10.1999, BRUMARESCU v. ROMANIA, 28342/95.

Page 8: Η αρχή ne bis in idem ην πολιική ίκη ως κήλωη 2ου ...epublications.web.auth.gr/sites/default/files... · 2017-11-07 · 2o Ετήσιο Συνέδριο

Pro Justitia 2/ 2016

151

ασφάλειας δικαίου («legal certainty») η οποία μεταξύ άλλων επιτάσσει όταν τα

δικαστήρια έχουν κρίνει τελεσίδικα ένα ζήτημα, η κρίση τους δεν πρέπει να αποτελεί

αντικείμενο αμφισβήτησης. Ως ιδιαίτερα επιβαρυντική παράμετρος αξιολογήθηκε

από το ΕΔΔΑ το γεγονός ότι το δικαίωμα προς άσκηση αναίρεσης από τον

Εισαγγελέα του Ακυρωτικού ήταν απρόθεσμο και ως εκ τούτου μπορούσε να ασκηθεί

οποτεδήποτε51

.

Δεδομένου ότι το δικονομικό δίκαιο αρκετών ανατολικοευρωπαϊκών κρατών

προέβλεπε ανάλογους θεσμούς αυτεπάγγελτου ελέγχου των τελεσίδικων δικαστικών

αποφάσεων το ΕΔΔΑ είχε κατ’ επανάληψη την ευκαιρία να επανέλθει στις θέσεις που

διατύπωσε στην υπόθεση Brumarescu, εμμένοντας πάντοτε στη θέση ότι η

δυνατότητα άσκησης έκτακτων ένδικων μέσων από Εισαγγελείς ή όργανα της

εκτελεστικής εξουσίας52

ή η αναθεώρηση τελεσίδικης δικαστικής απόφασης μετά από

παραγγελία δικαστικού οργάνου (π.χ. προέδρου του περιφερειακού δικαστηρίου ή

προέδρου του ακυρωτικού)53

στοιχειοθετεί παράβαση της δίκαιης καταργώντας εν

τοις πράγμασι την παρασχεθείσα έννομη προστασία και παραβιάζοντας την αρχή ne

bis in idem.

2.3 Νομική φύση και έκταση της κατοχύρωσης της αρνητικής

εκδήλωσης του δεδικασμένου στην νομολογία του ΕΔΔΑ

Με αφορμή τις ανωτέρω υποθέσεις το ΕΔΔΑ είχε την ευκαιρία σταδιακά να

επεκτείνει και αναπτύξει περαιτέρω τη θέση που είχε υιοθετήσει στην υπόθεση

Brumarescu, θεμελιώνοντας πλήρως την λειτουργία του δεδικασμένου και ιδιαίτερα

της αρνητικής του εκδήλωσης στο δικαίωμα στη δίκαιη δίκη. Σε επόμενες αποφάσεις

του ΕΔΔΑ υπογραμμίσθηκε ότι το δεδικασμένο αποτελεί «κοινή κληρονομιά» των

κρατών μελών54

, υπηρετεί την ασφάλεια δικαίου νοηματικό προαπαιτούμενο της

οποίας αποτελεί συν τοις άλλοις η αρχή του σεβασμού του δεδικασμένου και κατ’

επέκταση της αρχής της τελεσιδικίας. Σύμφωνα με το ΕΔΔΑ η τελευταία επιτάσσει

ότι κανένας διάδικος δεν δικαιούται να επιδιώξει την αναθεώρηση μιας τελεσίδικης

απόφασης (“final and binding”) εκ μόνου λόγου ότι επιθυμεί μια αναδίκαση της

υπόθεσης. Η αναθεωρητική εξουσία των ανώτερων και ανώτατων δικαστηρίων θα

πρέπει κατά το ΕΔΔΑ να εξασκείται κατά τρόπο ώστε να διορθώνει δικαστικά

σφάλματα και λάθη της δικαιοσύνης και όχι ως μέσο για την εισαγωγή μιας

κεκαλυμμένης έφεσης55

. Μόνη η πιθανότητα ότι ενδεχομένως είναι υποστηρίξιμες 51 BRUMARESCU v. ROMANIA, § 62. 52 ΕΔΔΑ, 22.6.2005, ROŞCA v. MOLDOVA, 6267/02, § 25 [:ROŞCA] ΕΔΔΑ 18.1.2007, SITKOV v. RUSSIA,

55531/00, 18/01/2007, §§ 31-33, § 56 [:SITKOV] ΕΔΔΑ 8.11.2005, ASITO v. MOLDOVA, 40663/98, §§ 47-49

[αγωγή ακύρωσης ημι-δικαστικής διαιτητικής απόφασης από εισαγγελέα] ΕΔΔΑ 25.7.2002, SOVTRANSAVTO

HOLDING v. UKRAINE, 48553/99, § 81 ΕΔΔΑ 9.6.2015, COMPCAR, S.R.O. v. SLOVAKIA, 25132/13, § 63-

64 ΕΔΔΑ 21.3.2006, JOSAN v. MOLDOVA, 37431/02, § 30 ΕΔΔΑ 9.6.2015, DRAFT - OVA A.S. v.

SLOVAKIA, 72493/10, § 84-86 ΕΔΔΑ 2.4.2015, SOLOMUN v. CROATIA, 679/11, §§ 50-52. 53 ΕΔΔΑ 13.11.2007, DRIZA v. ALBANIA, 33771/02, §§ 63-65 (έκτακτη αναθεώρηση από τον Πρόεδρο του

Ακυρωτικού) [: DRIZA] ΕΔΔΑ 24.7.2003, RYABYKH, §§ 51-53 (έκτακτη αναθεώρηση από τον Πρόεδρο του

Περιφερειακού Δικαστηρίου) ΕΔΔΑ 2.11.2004, TREGUBENKO v. UKRAINE, 61333/00, § 36 ΕΔΔΑ

9.11.2004, SVETLANA NAUMENKO v. UKRAINE, 41984/98, § 54 [:SVETLANA NAUMENKO] ΕΔΔΑ

1.12.2005, SMARYGIN v. RUSSIA, 73203/01, 01/12/2005, § 23 ΕΔΔΑ 16.11.2006, KONDRASHOVA v.

RUSSIA, 75473/01, 16/11/2006, § 31 ΕΔΔΑ 21.10.2010, LENCHENKOV AND OTHERS v. RUSSIA,

16076/06;42096/06;44466/06; 25182/07, § 24. 54 Ryabykh, § 51 Svetlana Naumenko v. Ukraine, § 91. 55 ΕΔΔΑ 31.3.2016, KAREN POGHOSYAN v. ARMENIA, 62356/09, § 44 [:KAREN POGHOSYAN] ΕΔΔΑ

3.4.2008, PONOMARYOV v. UKRAINE, 3236/03, § 40 [: PONOMARYOV], Ryabykh v. Russia, § 52 ΕΔΔΑ,

1.10.2010, MARGUSHIN v. RUSSIA, 11989/03, § 31 ΕΔΔΑ 10.5.2012, BEZRUKOVY v. RUSSIA, 34616/02, §

Page 9: Η αρχή ne bis in idem ην πολιική ίκη ως κήλωη 2ου ...epublications.web.auth.gr/sites/default/files... · 2017-11-07 · 2o Ετήσιο Συνέδριο

2o Ετήσιο Συνέδριο Νομικής Σχολής ΑΠΘ «Δίκαιη Δίκη»

152

περισσότερες εκδοχές για το ίδιο ζήτημα δεν επαρκεί για την επανεξέταση όσων

κρίθηκαν με την τελεσίδικη απόφαση, ενώ απόκλιση από τις παραπάνω αρχές

δικαιολογείται μόνον όταν αυτό επιβάλλεται για σοβαρούς και επιτακτικούς λόγους56

.

Όριο των ανωτέρω ενεργειών αποτελεί μόνον η ρύθμιση των υποκειμενικών και

αντικειμενικών ορίων του δεδικασμένου κατά το εθνικό δικονομικό δίκαιο, η οποία

άλλωστε αποτελεί κοινό παρανομαστή των δικαίων των κρατών μελών57

.

2.4 Αποδέκτες και φορείς του δικαιώματος

Αποδέκτης της υποχρέωσης να διασφαλίσει την αποτελεσματικότητα των

ενεργειών της τελεσίδικης δικαστικής απόφασης είναι κατ’ αρχήν η Πολιτεία στο

πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε η απόφαση αυτή58

. Εντούτοις ο κύκλος των υπόχρεων

αποδεκτών διευρύνεται σε υποθέσεις με στοιχεία αλλοδαπότητας. Στην τελευταία

περίπτωση αποδέκτης του δικαιώματος πρέπει να θεωρηθεί εξίσου και η τρίτη κατ’

αρχήν Πολιτεία στην οποία επιδιώκεται η ανάπτυξη υπερεδαφικών αποτελεσμάτων

της αλλοδαπής απόφασης, η οποία οφείλει να λάβει τα προσήκοντα μέτρα για την

αποτελεσματική ανάπτυξη των υπερεδαφικών αποτελεσμάτων της απόφασης. Η

ερμηνευτική λύση αυτή αποτελεί την αναγκαία προέκταση του δικαιώματος παροχής

αποτελεσματικής έννομης προστασίας στο πεδίο του δικονομικού διεθνούς δικαίου,

καθώς σε αντίθετη περίπτωση θα ματαιωνόταν η αποτελεσματικότητα της ήδη

παρασχεθείσας έννομης προστασίας59

. Ως εκ τούτου στη νομολογία του ΕΔΔΑ

γίνεται δεκτή η εφαρμογή των επιταγών του άρθρου 6 § 1 ΕΣΔΑ και στο στάδιο της

διαδικασίας αναγνώρισης και κήρυξης της εκτελεστότητας αλλοδαπής απόφασης60

Η

εμβέλεια της κατοχύρωσης της αποτελεσματικότητας της έννομης προστασίας

καταλαμβάνει τόσο την αναγνώριση του δεδικασμένου της αλλοδαπής απόφασης,

όσο και την κήρυξη της εκτελεστότητας συμπεριλαμβανομένης της περαιτέρω

εκτέλεσης με βάση τον αλλοδαπό τίτλο61

. Μάλιστα στο πλαίσιο των διαδικασιών

αναγνώρισης και εκτέλεσης των αλλοδαπών αποφάσεων οι υποχρεώσεις του κράτους

υποδοχής κινούνται σε διττή κατεύθυνση, περιλαμβάνοντας όχι μόνον την

υποχρέωση της Πολιτείας υποδοχής να προσδώσει έννομα αποτελέσματα στην

32 [:BEZRUKOVY] ΕΔΔΑ 3.3.2016, AMIRKHANYAN v. ARMENIA, 22343/08, § 33 [:AMIRKHANYAN]

ΕΔΔΑ 31.5.2012, ESERTAS v. LITHUANIA, 50208/06, § 20 [: ESERTAS]. 56 PONOMARYOV, § 40 ΕΔΔΑ 29.3.2011, SHCHUROV V. RUSSIA, 40713/04, § 18 ESERTAS, § 21 57 ΕΔΔΑ 12.1.2006, KEHAYA AND OTHERS v. BULGARIA, 47797/99;68698/01, § 66 [: KEHAYA]

ESERTAS, § 22 ΕΔΔΑ 16.1.2014, BRLETIĆ v. CROATIA, 42009/10, § 43 [: BRLETIĆ] ΕΔΔΑ

17.6.2014, KARAIVANOVA AND MILEVA v. BULGARIA, 37857/05, § 45 ΕΔΔΑ 15.11.2011, SIVOVA AND

KOLEVA v. BULGARIA, 30383/03, § 71. 58 Πρβλ. ΕΔΔΑ 12.7.2001, PRINCE HANS-ADAM II OF LIECHTENSTEIN v. GERMANY, 42527/98, §§

64,66, 69 όπου έγινε δεκτό ότι η απόρριψη του ενδίκου βοηθήματος του προσφεύγοντος ενώπιον των γερμανικών

δικαστηρίων ως απαράδεκτου δεν αποτελούσε προσβολή του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο, επειδή ο

πατέρας του το 1951, είχε προσφύγει ενώπιον των κατά τόπον αρμόδιων Τσεχοσλοβακικών δικαστηρίων

αμφισβητώντας τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης εθνικοποίησης και η προσφυγή του είχε απορριφθεί.

Το επιχείρημα ότι στην εκεί δίκη δεν είχαν τηρηθεί οι προϋποθέσεις της δίκαιης δίκης απορρίφθηκε με την

αιτιολογία ότι η προσφυγή δεν στρεφόταν κατά της Τσεχοσλοβακίας. 59 Γιαννόπουλος, 2003, ό.π., σ. 127 επ με περαιτέρω ανάλυση της υποχρέωσης της Πολιτείας στο άρθρο 6 § 1

ΕΣΔΑ. Μέχρι πρότινος πάντως η μάλλον κρατούσα γνώμη στη Γερμανία υιοθετούσε την ερμηνευτική εκδοχή ότι

η Πολιτεία δεν επέχει νομική υποχρέωση να αναγνωρίζει τις αλλοδαπές αποφάσεις. Βλ. αναλυτικότερα και με

εκτενή βιβλιογραφική τεκμηρίωση στις υποστηριζόμενες απόψεις, Γέσιου-Φαλτσή, 2006, ό.π., § 68 αρ. 19. 60 ΕΔΔΑ 31.7.2012, SHOLOKHOV V. ARMENIA AND MOLDOVA, 40358/05, § 66 ΕΔΔΑ 29.4.2008 (διάτ),

MCDONALD V. FRANCE, 18648/04 ΕΔΔΑ 8.9.2014, AVOTIŅŠ v. LATVIA, 17502/07, § 45 [: AVOTIŅŠ]. 61 AVOTIŅŠ v. LATVIA, § 45 ΕΔΔΑ 7.11.2013, MATRAKAS AND OTHERS v. POLAND AND GREECE, §§

144-147 ΕΔΔΑ 20.7.2004, K. V. ITALY, 38805/97, § 21 ΕΔΔΑ 9.10.2003 (Διατ), SYLVESTER V. AUSTRIA,

54640/00 και επί της ιδίας υπόθεσης, ΕΔΔΑ 3.2.2005, § 32 ΕΔΔΑ 18.12.2008, SACCOCCIA v. AUSTRIA,

69917/01, § 62

Page 10: Η αρχή ne bis in idem ην πολιική ίκη ως κήλωη 2ου ...epublications.web.auth.gr/sites/default/files... · 2017-11-07 · 2o Ετήσιο Συνέδριο

Pro Justitia 2/ 2016

153

αλλοδαπή απόφαση αλλά και αντιστρόφως την υποχρέωση να μην προσδώσει έννομα

αποτελέσματα στην απόφαση αν αυτή αποτελεί προϊόν παραβάσεων του άρθρου 6 § 1

ΕΣΔΑ62

. Η τελευταία αυτή υποχρέωση της Πολιτείας υποδοχής ενεργεί επίσης

αμφίπλευρα: αν και η τελευταία έχει την υποχρέωση να αποτρέψει την αναγνώριση

μιας απόφασης που αποτελεί προϊόν παράβασης του άρθρου 6 § 1 ΕΣΔΑ,

υποχρεούται παράλληλα να μην στερεί την αλλοδαπή απόφαση από έννομα

αποτελέσματα με την επίκληση κωλυμάτων όπως η έλλειψη δικαιοδοσίας του

εκδόσαντος δικαστηρίου63

ή η αδικαιολόγητη επίκληση της δημόσιας τάξης64

. Η

Πολιτεία υποδοχής διατηρεί την ιδιότητα του αποδέκτη της επιταγής ανεξάρτητα από

αν η προς εκτέλεση απόφαση προέρχεται από δικαστήριο κράτους μέλους ή όχι65

.

Ως γενική αρχή φορέας του δικαιώματος επίκλησης της παρεχόμενης από το

άρθρο 6 § 1 ΕΣΔΑ έννομης προστασίας είναι κάθε πρόσωπο, ανεξάρτητα από την

εθνικότητα συμπεριλαμβανομένων και των νομικών προσώπων. Στην περίπτωση

παραβάσεων βέβαια που αφορούν την παράβαση του δεδικασμένου απόφασης ως

εκδήλωση της ήδη παρασχεθείσας έννομης προστασίας, ο κύκλος των

νομιμοποιούμενων προς επίκληση της παράβασης θα πρέπει να περιορισθεί κατ’

αρχήν στα όρια των προσώπων που νομιμοποιούνται να επικαλεσθούν υπέρ αυτών το

δεδικασμένο κατά το εθνικό δικονομικό δίκαιο. Κατά το σημείο αυτό δηλαδή οι

φορείς του δικαιώματος θα πρέπει να ταυτισθούν με τα υποκειμενικά όρια του

δεδεδικασμένου κατά το εθνικό δικονομικό δίκαιο της Πολιτείας που λειτουργεί ως

αποδέκτης του δικαιώματος. Εντούτοις, υπερβολές του εθνικού δικονομικού δικαίου

ως προς τα πρόσωπα που νομιμοποιούνται να επικαλεστούν το δεδικασμένο της

απόφασης δύνανται επίσης να ελεγχθούν ως παραβάσεις του άρθρου 6 § 1 ΕΣΔΑ.

Χαρακτηριστικά πρέπει να αναφερθεί η απόφαση SELİN ASLI ÖZTÜRK κατά

Τουρκίας66

στην οποία έγινε δεκτό ότι η ερμηνεία που υιοθέτησαν τα τουρκικά

δικαστήρια ως προς τον κύκλο των προσώπων που νομιμοποιούνται να επιδιώξουν

την αναγνώριση μιας αλλοδαπής δικαστικής απόφασης (: μόνον οι διάδικοι- κανείς

άλλος- ούτε οι κληρονόμοι), σύμφωνα με την οποία αποκλείσθηκε η προσφεύγουσα

από κάθε δυνατότητα να πετύχει την αναγνώριση απόφασης διαζυγίου που αφορούσε

τον αποβιώσαντα πατέρα της στην Τουρκία με περαιτέρω αποτέλεσμα να

αποστερηθεί των κληρονομικών περιουσιακών της δικαιωμάτων, συνιστούσε

παράβαση του άρθρου 6 § 1 ΕΣΔΑ. Επιχειρώντας να συνάξουμε ένα ευρύτερο

πόρισμα από τη νομολογία του ΕΔΔΑ στην απόφαση SELİN ASLI ÖZTÜRK θα

μπορούσε να γίνει δεκτό ότι φορείς του δικαιώματος προς επίκληση της

62 ΕΔΔΑ 20.10.2001, PELLEGRINI v. ITALY, 30882/96, § 44-48. ΕΔΔΑ 26.6.1992, DROZD AND JANOUSEK

v. FRANCE AND SPAIN, CONCURRING OPINION OF JUDGE MATSCHER, 12747/87. 63 MCDONALD V. FRANCE, § V: το αλλοδαπό διαζύγιο δεν αναγνωρίσθηκε με την αιτιολογία ότι το εκδόσαν

αμερικανικό δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να επιληφθεί επί διαφοράς διαζυγίου μεταξύ αμερικανού και

γαλλίδας συζύγου λόγω του άρθρου 14 ΓαλλΑΚ. Η προσφυγή απορρίφθηκε μεν αλλά το ΕΔΔΑ επιβεβαίωσε ότι ο

έλεγχος για παραβάσεις του άρθρου 6 § 1 περιελάμβανε και τους κανόνες περί δικαιοδοσίας των κρατών μελών. 64 ΕΔΔΑ 28.6.2007, WAGNER AND J.M.W.L., 76240/01, § 123 ΕΔΔΑ 3.5.2011, NEGREPONTIS-GIANNISIS

V. GREECE, 56759/08, § 58 ΕΔΔΑ 26.6.2014, MENNESSON v. FRANCE, 65192/11, § 93. 65 ΕΔΔΑ 20.7.2001, PELLEGRINI v. ITALY, 30882/96, § 44 [απόφαση διαζυγίου προερχόμενη από το

Βατικανό- μη συμβαλλόμενο κράτος στην ΕΣΔΑ- η οποία εκδόθηκε σε διαδικασία που δεν πληρούσε τα εχέγγυα

του άρθρου 6 § 1 ΕΣΔΑ]. Βλ. Ακόμη με αφορμή την κήρυξη του αλλοδαπού τίτλου εκτελεστού, K. v. Italy, § 21 [:

«Even though this argument has not been raised, the Court considers that it is appropriate to deal with the matter

ex officio, having regard to its relevance to the circumstances of the case. For the Court, although the

maintenance decision in the applicant’s favour was handed down by a Polish court, it must be noted that the

Italian authorities, by virtue of their ratification of the United Nations Convention on the Recovery Abroad of

Maintenance (see paragraph 18 above and in particular Article 6 of that instrument) undertook to assume

responsibility for the enforcement of the decision»] 66 ΕΔΔΑ 13.10.2009, SELİN ASLI ÖZTÜRK c. TURQUIE, 39523/03, §§ 53-55.

Page 11: Η αρχή ne bis in idem ην πολιική ίκη ως κήλωη 2ου ...epublications.web.auth.gr/sites/default/files... · 2017-11-07 · 2o Ετήσιο Συνέδριο

2o Ετήσιο Συνέδριο Νομικής Σχολής ΑΠΘ «Δίκαιη Δίκη»

154

αποτελεσματικότητας της προστασίας του δεδικασμένου είναι κατ’ αρχήν όσοι

νομιμοποιούνται στην επίκληση του κατά το εθνικό δικονομικό δίκαιο εκτός αν ο

αποκλεισμός ορισμένου προσώπου από το δικαίωμα επίκλησης κατά το τελευταίο

απολήγει εκ του αποτελέσματος σε παράβαση του άρθρου 6 § 1 ΕΣΔΑ.

2.5 Θεμελίωση της αρνητικής λειτουργίας του δεδικασμένου στο

άρθρο 6 § 1 ΕΣΔΑ και εθνικό δικονομικό δίκαιο.

Η νομολογία του ΕΔΔΑ δεν επιχειρεί να υποκαταστήσει το εθνικό δικονομικό

δίκαιο, στο οποίο αντίθετα επιβεβαιώνει ρητά ότι καταλείπεται να διαμορφώσει τις

κατάλληλες προϋποθέσεις ώστε η παρεχόμενη έννομη προστασία να ανταποκρίνεται

στα πρότυπα του άρθρου 6 § 1 ΕΣΔΑ67

. Το καθήκον ερμηνείας των διατάξεων του

εθνικού δικονομικού δικαίου επιφυλάσσεται αποκλειστικά υπέρ των εθνικών

δικαστηρίων68 ο έλεγχος που ενεργεί το ΕΔΔΑ είναι ex post και κατατείνει στη

διακρίβωση του κατά πόσον η ερμηνεία των εθνικών δικαστηρίων απέληξε στην

συγκεκριμένη περίπτωση στην παράβαση του άρθρου 6 § 1 ΕΣΔΑ69

. Ουσιώδες

στοιχείο του ελέγχου αυτού πρέπει να θεωρείται η αποτίμηση της συμβατότητας των

ενδεχόμενων περιορισμών που εγείρει το εθνικό δικονομικό δίκαιο στην άσκηση του

δικαιώματος στη δίκαιη δίκη υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας, όταν η

εφαρμογή του εθνικού δικαίου απολήγει σε αποτελέσματα αντιστρατευόμενα τις

αρχές του άρθρου 6 § 1 ΕΣΔΑ70

Υπό την έννοια αυτή, η προστασία του δεδικασμένου ως εκδήλωσης της

αρχής της ασφάλειας δικαίου και του ne bis in idem στην πολιτική δίκη δεν

προσλαμβάνει απόλυτα χαρακτηριστικά αντίθετα προϋποθέτει ως αυτονόητη την

οριοθέτηση αντικειμενικών και υποκειμενικών ορίων, ο προσδιορισμός των οποίων

καταλείπεται στον εθνικό νομοθέτη και η ερμηνεία τους στη νομολογία των εθνικών

67 ROŞCA, § 25 DRIZA, § 69 [: «it is the State’s responsibility to organise the legal system in such a way as to

identify related proceedings and where necessary to join them or prohibit the further institution of new

proceedings related to the same matter, in order to circumvent reviewing final adjudications treated as an appeal

in disguise, in the ambit of parallel sets of proceedings»]. Η ίδια λύση γίνεται δεκτή ως προς την εκτελεστότητα:

ΕΔΔΑ 7.6.2005, Fouklev v. Ukraine, 71186/01, § 84 ΕΔΔΑ 18.11.2010, Romańczyk v. France, 7618/05, § 55

MATRAKAS, § 146: «the State has a positive obligation to organise a system for the enforcement of judgments

that is effective both in law and in practice and ensures their enforcement without undue delay. Therefore, the

State’s responsibility concerning enforcement of a judgment in favour of a private party may be engaged if the

public authorities involved in the enforcement proceedings fail to act with necessary diligence or hinder the

enforcement». 68 Παγνμλγ. ΕΔΔΑ. Βλ. ενδεικτ. ΕΔΔΑ 19.12.1997, BRUALLA GÓMEZ DE LA TORRE V. SPAIN, 26737/95, §

31 ΕΔΔΑ 19.2.1998, EDIFICACIONES MARCH GALLEGO S.A. V. SPAIN, 28028/95, § 33 ΕΔΔΑ

28.10.1998, PÉREZ DE RADA CAVANILLES V. SPAIN, 28090/95, § 43 ΕΔΔΑ 18.2.1999, WAITE AND

KENNEDY V. GERMANY [GC], 26083/94, § 54 OFERTA PLUS, § 102. 69 ΕΔΔΑ 6.12.2005, POPOV v. MOLDOVA (No. 2), 19960/04, § 47 OFERTA § 102. 70 Ιδίως: ΕΔΔΑ 23.10.1996, LEVAGES PRESTATIONS SERVICES v. FRANCE, 21920/93, § 42 ΕΔΔΑ

11.7.2002, Osu v. Italy, 36534/97, § 35 ΕΔΔΑ 1.4.2010, VRBICA v. CROATIA, 32540/05, §§ 71-72. ΕΔΔΑ

23.7.2009, SUTYAZHNIK V. RUSSIA, 8269/02, § 38. Βλ. ακόμη ESERTAS, § 28: «The Court also recalls that

the departure from the principle of legal certainty would be compatible with requirements of Article 6 § 1 of the

Convention only if it is justified by considerations of a pressing social need as opposed to merely legal purism. The

Court has held that, as a matter of principle, a judgment may be quashed exclusively in order to rectify an error of

truly fundamental importance to the judicial system (ibid.)». COMPCAR v. SLOVAKIA, § 64: «On the same

matter, the Court has also held that the review of final and binding decisions should not be treated as an appeal in

disguise and that the principle of legal certainty may be set aside in order to ensure a correction of fundamental

defects or miscarriage of justice … and to rectify “an error of fundamental importance to the judicial system”, but

not for the sake of legal purism…».

Page 12: Η αρχή ne bis in idem ην πολιική ίκη ως κήλωη 2ου ...epublications.web.auth.gr/sites/default/files... · 2017-11-07 · 2o Ετήσιο Συνέδριο

Pro Justitia 2/ 2016

155

δικαστηρίων71

. Προς την κατεύθυνση αυτή το ΕΔΔΑ έχει ήδη αναγνωρίσει ρητά πως

η μεν προστασία του άρθρου 6 § 1 ΕΣΔΑ καταλαμβάνει την τελεσίδικη απόφαση,

πλην όμως, τα υποκειμενικά και αντικειμενικά όρια των ενεργειών της απόφασης και

θα κριθούν κατά το εθνικό δίκαιο, όπως και οι προϋποθέσεις και προθεσμίας των

μηχανισμών που κατατείνουν στην έκτακτη αναθεώρηση μιας τελεσίδικης απόφασης.

Μάλιστα με αφορμή την υπόθεση Karaivanova το ΕΔΔΑ διέκρινε ρητά μεταξύ της

φύσης του ουσιαστικού δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η

τελεσίδικη απόφαση ως απόλυτου ή σχετικού και των υποκειμενικών ορίων του

δεδικασμένου της τελεσίδικης απόφασης, τα οποία καταλαμβάνουν μόνον τους

διαδίκους και τα λοιπά πρόσωπα στα οποία επεκτείνεται το δεδικασμένο κατ’

εφαρμογή των οικείων δικονομικών ρυθμίσεων72

.

Με βάσει την περιπτωσιολογία που αντιμετώπισε το ΕΔΔΑ εξάλλου η

«έκτακτη αναθεώρηση» της τελεσίδικης απόφασης καταλαμβάνει κάθε περίπτωση

στην οποία επιδιώκεται η επανεξέταση μέρους ή του συνόλου της δίκης στην οποία

εκδόθηκε η τελεσίδικη απόφαση πέραν του πλαισίου που χαράσσουν τα τακτικά

ένδικα μέσα73

. Προσαρμόζοντας τους επιμέρους προβληματισμούς αυτούς στο

πλαίσιο του ελληνικού δικαίου θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι παρουσιάζουν

προεχόντως ενδιαφέρον ως προς την αποτίμηση της συμβατότητας προς το άρθρο 6 §

1 ΕΣΔΑ των έκτακτων ενδίκων μέσων της αναίρεσης και της αναψηλάφησης, της

αναίρεσης υπέρ του νόμου, των αιτήσεων ανάκλησης των άρθρων 696, 697 και 758

ΚΠολΔ.

2.6 Παραβάσεις της αρχής της τελεσιδικίας μέσου του

«έκτακτου» αναθεωρητικού ελέγχου της τελεσίδικης δικαστικής απόφασης.

Το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο για την παροχή έννομης προστασίας

σε αστικές διαφορές ως στοιχείο του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη θα καθίστατο άνευ

αντικειμένου στο βαθμό που το εθνικό δικονομικό δίκαιο θα παρείχε τη δυνατότητα

μια τελεσίδικη και μη ανακλητή απόφαση να παραμείνει αδρανής επί ζημία του

ενδιαφερόμενου μέρους θα ήταν άτοπο η ΕΣΔΑ να κατοχυρώνει ενδελεχώς

δικονομικές εγγυήσεις υπέρ των διαδίκων, ώστε να διασφαλίζεται η δίκαιη, δημόσια

και ταχεία διεξαγωγή της δίκης, χωρίς να προστατεύεται παράλληλα η ανάπτυξη των

αποτελεσμάτων των δικαστικών αποφάσεων. Αντίθετη ερμηνεία θα απέληγε στον

περιορισμό του ερμηνευτικού πεδίου εφαρμογής του άρθρου 6 § 1 ΕΣΔΑ

αποκλειστικά στο στάδιο της διαγνωστικής δίκης οδηγώντας σε καταστάσεις

αντιστρατευόμενες στην αρχή της νομιμότητας74

. Στο ίδιο πνεύμα, η νομολογία του

ΕΔΔΑ εξαίρει τις αναλογίες μεταξύ δεδικασμένου και εκτελεστότητας ως δύο

εκδηλώσεων του δικαιώματος στη δίκαιη δίκη, τονίζοντας πάντως δεν ταυτίζονται

71 KEHAYA, § 66 ESERTAS, § 22 BRLETIĆ, § 43. 72 ΕΔΔΑ 17.6.2014, KARAIVANOVA AND MILEVA v. BULGARIA, 37857/05, §§ 48-49. Η υπόθεση

αφορούσε την έκδοση αντιφατικών αποφάσεων ως προς το δικαίωμα κυριότητας των προσφευγουσών σε

διαδοχικές δίκες με αντιδίκους διαφορετικούς βουλγαρικούς ΟΤΑ. Το ΕΔΔΑ απέρριψε το επιχείρημα των

προσφευγουσών ότι εφόσον η αρχική απόφαση είχε διαγνώσει ότι τύγχαναν νόμιμοι κύριοι της επίδικης έκτασης,

η εμβέλεια του διαγνωσθέντος εμπράγματου δικαιώματος ήταν erga omnes λόγω του απόλυτου χαρακτήρα του

εμπράγματου δικαιώματος κυριότητας, με την αιτιολογία ότι δεν συνέτρεχε η ταυτότητα διαδίκων. 73 Πρβλ. και Κουσούλη, 1988 ό.π., σ. 54 επ ο οποίος διαπιστώνει αμφίδρομή σχέση μεταξύ της θεμελίωσης του

δεδικασμένου στο άρθρο 20 § 1 Συντ και του συνταγματικού ερείσματος των τακτικών ενδίκων μέσων

καταλήγοντας ότι καθ’ ο μέτρο το δεδικασμένο διαθέτει συνταγματικό έρεισμα, τούτο συνεπάγεται περαιτέρω

πως μόνον τα τακτικά ένδικα μέσα καταλαμβάνονται από τη συνταγματική έννομη προστασία. 74 RYABYKH, § 55 SITKOV, § 55. ESERTAS, §§ 20-23 AMIRKHANYAN, § 33.

Page 13: Η αρχή ne bis in idem ην πολιική ίκη ως κήλωη 2ου ...epublications.web.auth.gr/sites/default/files... · 2017-11-07 · 2o Ετήσιο Συνέδριο

2o Ετήσιο Συνέδριο Νομικής Σχολής ΑΠΘ «Δίκαιη Δίκη»

156

αλλά ούτε και επικαλύπτονται αναγκαίως75

. Εντούτοις κάθε διαδικασία αναθεώρησης

της απόφασης στο πλαίσιο οίκοθεν δικαστικού ελέγχου ή μετά από άσκηση έκτακτου

ένδικου μέσου από τρίτα πρόσωπα η οποία παρεμβαίνει στο δεδικασμένο, πρέπει να

γίνεται δεκτή με ιδιαίτερη επιφυλακτικότητα. Π.χ. η αναθεώρηση απόφασης λόγω

εύρεσης νέων στοιχείων, δεν είναι καθεαυτή αντίθετη στην ΕΣΔΑ76

η κατάχρηση της

όμως είναι77

. Κατάχρηση των μέσων αναθεώρησης μιας τελεσίδικης απόφασης που

προβλέπει το εσωτερικό δίκαιο κράτους μέλους είναι νοητό να θεμελιώσει υπό την

έννοια αυτή η παράβαση των κριτηρίων που τάσσει το εθνικό δικονομικό δίκαιο του

κράτους μέλους78

, η υπερβολικά ελαστική ερμηνεία των νέων στοιχείων επί τη βάσει

των οποίων παρέχεται η αναθεώρηση της απόφασης79

όπως π.χ. όταν παρέχεται η

αναθεώρηση με επίκληση ως «νέων στοιχείων» εγγράφων που ήταν ευχερώς

δημοσίως προσβάσιμα80

ή συντάχθηκαν μετά την τελεσιδικία της αναθεωρούμενης

απόφασης ουσιαστικά προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ως μέσο κίνησης της

διαδικασίας αναθεώρησης81

και πολύ περισσότερο όταν με τα «νέα στοιχεία»

επαναφέρονται ισχυρισμοί οι οποίοι είχαν ήδη προβληθεί και εξετασθεί στη δίκη επί

της οποίας εκδόθηκε η τελεσίδικη απόφαση82

και τέλος η καθιέρωση απρόθεσμης

δυνατότητας προς άσκηση της αίτησης αναθεώρησης ή του έκτακτου ενδίκου μέσου

ή αυθαίρετη παράταση των προθεσμιών που προβλέπει το εθνικό δικονομικό δίκαιο83

για την άσκηση τους84

ή ακόμη και η ελλιπής αιτιολογία της

αναθεωρητικής/αναιρετικής δικαστικής απόφασης ως προς την απάντηση ισχυρισμού

του προσφεύγοντος ότι η αναθεώρηση/αναίρεση ασκείται εκπρόθεσμα85

.

2.7 Παράβαση της αρχής ne bis in idem μέσω της έκδοσης

αντιφατικών αποφάσεων σε διαδοχικές ή παράλληλες δίκες.

Το ΕΔΔΑ σε μια σειρά αποφάσεων του διέγνωσε παραβάσεις του άρθρου 6 §

1 ΕΣΔΑ λόγω της παραβίασης της αρχής ne bis in idem εξαιτίας της έκδοσης

αντιφατικής απόφασης σε μεταγενέστερη δίκη, με αποτέλεσμα να ματαιωθεί εκ του

αποτελέσματος η αρχικώς παρασχεθείσα έννομη προστασία. Η σχετική νομολογία

του ΕΔΔΑ παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς αναδεικνύει εξ αντιδιαστολής τα

αντικειμενικά και υποκειμενικά όρια της αρχής ne bis in idem. Η σχετική

προβληματική απασχόλησε το ΕΔΔΑ για πρώτη φορά στο πλαίσιο της υπόθεσης

75 BEZRUKOVY, § 31 76 ΕΔΔΑ 19.12.2006, OFERTA PLUS SRL v. MOLDOVA , 14385/04 § 100 [:OFERTA] ΕΔΔΑ 6.12.2005,

CASE OF POPOV v. MOLDOVA (No. 2), 19960/04 § 46 [: POPOV]. 77 OFERTA, § 100. 78 OFERTA, § 100. 79 OFERTA, § 105. 80 POPOV, §§ 46 (στην οποία ως νέο στοιχείο αξιοποιήθηκε ΦΕΚ του 1940). 81 ΕΔΔΑ 6.10.2011, AGROKOMPLEKS v. UKRAINE, 23465/03, § 150-151 [:αναθεώρηση δυνάμει

πορισμάτων εξεταστικής επιτροπής για την χρεοκοπία της οφειλέτιδας εταιρίας], 82 OFERTA, § 105 [η διαδικασία η αναθεώρησης είχε κινηθεί μετά την τελεσιδικία με βάση επιστολή του Γενικού

Εισαγγελέα, στην οποία ο τελευταίος αμφισβητούσε ότι η προσφεύγουσα- πάροχος ηλεκτρικού ρεύματος, είχε

όντως παράσχει τις επίδικες ποσότητες ηλεκτρικού ρεύματος. Το ΕΔΔΑ παρατήρησε ότι ο ισχυρισμός είχε όντως

προβληθεί στην κύρια δίκη από το εναγόμενο Μολδαβικό Δημόσιο και επιπλέον ότι το έγγραφο δεν ήταν σε κάθε

περίπτωση ουσιώδες καθώς η οφειλή του Μολδαβικού Δημοσίου απέρρεε από αναιτιώδες αξιόγραφο]. 83 Ιδίως όταν παρατείνεται ή ανανεώνεται η αρχική νόμιμη προθεσμία μετά την πάροδο ικανού χρονικού

διαστήματος από την δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης: KAREN POGHOSYAN, § 46. 84 BEZRUKOVY, § 34 KAREN POGHOSYAN, § 46. 85 OFERTA PLUS SRL v. MOLDOVA, § 96 BEZRUKOVY, § 34

Page 14: Η αρχή ne bis in idem ην πολιική ίκη ως κήλωη 2ου ...epublications.web.auth.gr/sites/default/files... · 2017-11-07 · 2o Ετήσιο Συνέδριο

Pro Justitia 2/ 2016

157

KEHAYA κατά Βουλγαρίας το 200686

. Στην εν λόγω υπόθεση οι προσφεύγοντες

είχαν ζητήσει την αποκατάσταση τους ως κυρίων του επίδικου ακινήτου από την

τοπική Επιτροπή Αγροτικής Γής, το οποίο είχε εθνικοποιηθεί στη δεκαετία του 1950.

Μετά την εν μέρει απόρριψη της αίτησης τους προσέφυγαν κατά της απορριπτικής

πράξης ενώπιον του Πρωτοδικείου του Βέλινγκραντ το οποίο με απόφαση του στις

29.6.1995 έκανε δεκτή την προσφυγή τους και τους αποκατέστησε ως κύριους του

διεκδικούμενου ακινήτου. Ειδικότερα το Πρωτοδικείο δέχθηκε μετά από διεξαγωγή

έγγραφων και μαρτυρικών αποδείξεων ότι στη δεκαετία του 1940 και μέχρι το χρόνο

που έλαβε χώρα η εθνικοποίηση, η δικαιοπάροχος των προσφευγόντων ήταν

πράγματι η νόμιμη κύριος του ακινήτου αιτία χρησικτησίας. Η Επιτροπή Αγροτικής

Γης που ονομαζόταν ως εναγόμενος στην εν λόγω δίκη κλήθηκε να παραστεί αλλά

ερημοδίκησε. Ακολούθως ασκήθηκε αναίρεση στο Βουλγαρικό Ακυρωτικό κατά της

πρωτόδικης απόφασης. Το τελευταίο απέρριψε την αναίρεση στις 20.9.1996

συναπορρίπτοντας και τους ισχυρισμούς του Γενικού Εισαγγελέα ότι η

δικαιοπάροχος των προσφευγόντων δεν ήταν η νόμιμη κυρία του ακινήτου κατά το

χρόνο της εθνικοποίησης, ότι το επίδικο ακίνητο δεν αποτελούσε αγροτική έκταση,

ότι δεν μπορούσε ως εκ τουτου να επανιδιωτικοποιηθεί. Μάλιστα το Ανώτατο

Δικαστήριο απέρριψε ειδικά τον ισχυρισμό ότι η επίδικη έκταση είχε κατατεί δάσος

μετά την εθνικοποίηση ως αλυσιτελή καθώς μόνον τα προστατευόμενα δάση

αποκλειόταν από την επανιδιωτικοποίηση. Σε συνέχεια της παραπάνω απόφασης η

τοπική Επιτροπή Αγροτικής Γής διέταξε την απόδοση των ακινήτων στους

προσφεύγοντας στις 3.2.1997 οι τελευταίοι απέκτησαν και συμβολαιογραφικό τίτλο

στις 20.8.1997. Το ίδιο έτος το τοπικό Δασαρχείο άσκησε διεκδικητική αγωγή κατά

των προσφευγόντων επικαλούμενο ότι το ένα από τα ακίνητα που είχαν αποτελέσει

αντικείμενο της προηγούμενης δίκης αποτελούσε δασική έκταση και ως εκ τούτου

παρέμενε κρατική ιδιοκτησία. Το πρωτοδικείο του Βέλινγκραντ στις 30.4.1998 έκανε

δεκτή την αγωγή και διέταξε τους προσφεύγοντες να αποδώσουν το ακίνητο η

ένσταση των προσφευγόντων ότι το ζήτημα καλυπτόταν από το δεδικασμένο της

προηγούμενης απόφασης απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι δεν υπήρχε ταυτοτητα

διαδίκων. Η απόφαση αυτή ανατράπηκε στο Εφετείο με την απόφαση της 30.4.1998

και εκ νέου στο Ακυρωτικό με την απόφαση της 10.10.2000 με την αιτιολογία ότι οι

αποφάσεις των ετών 1995 και 1996 είχαν εκδοθεί σε διαδικασίες διοικητικής φύσης

και επομένως ο ενάγων στη δίκη της επακολουθήσασης διεκδικητικής αγωγής δεν

δεσμευόταν από αυτές. Επιπλέον έγινε δεκτό ότι οι αποδείξεις που είχαν προσκομίσει

οι προσφεύγοντες στις δίκες των ετών 1995 και 1996 (ένορκες και μαρτυρικές

αποδείξεις) ως προς την κυριότητα της δικαιοπαρόχου τους ήταν ανεπαρκείς. Τέλος

απέρριψε τον ισχυρισμό ότι το επίδικο ακίνητο ήταν αγροτικό και ως εκ τούτου

δεκτικό επανιδιωτικοποίησης. Κατ’ ακολουθία αναγνώρισε ως κύριο του ακινήτου το

Δημόσιο για λογαριασμό του οποίου είχε ενεργήσει το Δασαρχείο. Η δεύτερη

απόφαση του Ακυρωτικού στηρίχθηκε επιπλέον στα επιχειρήματα ότι οι αποφάσεις

που εκδίδονται σε διαφορές από την επανιδιωτικοποίηση αγροτικών ιδιοκτησιών δεν

αναπτύσσουν ισχύ δεδικασμένου αλλά το αντικείμενο τους περιορίζεται

αποκλειστικά στην αξιολόγηση της νομιμότητας των αποφάσεων της Επιτροπής

Αγροτικής Γης και ότι εφήρμοζαν ειδικούς, ιδιαίτερα ελαστικούς αποδεικτικούς

κανόνες με αποτέλεσμα η σχετική διαδικασία να χαρακτηρίζεται από τα δικαστήρια

ως «οιονεί διοικητική» («administrative sui generis»).

86 KEHAYA, §§ 62-63, 66-67, 68.

Page 15: Η αρχή ne bis in idem ην πολιική ίκη ως κήλωη 2ου ...epublications.web.auth.gr/sites/default/files... · 2017-11-07 · 2o Ετήσιο Συνέδριο

2o Ετήσιο Συνέδριο Νομικής Σχολής ΑΠΘ «Δίκαιη Δίκη»

158

Σημειωτέον είναι ότι τα άρθρα 220-224 ΒουλγΚΠολΔ που ρύθμιζαν τα

αντικειμενικά και υποκειμενικά όρια του δεδικασμένου υιοθετούσαν παρόμοιες

λύσεις με εκείνες των άρθρων 324, 325 ΚΠολΔ.

Το ΕΔΔΑ δέχθηκε ότι στην προκείμενη περίπτωση είχε σημειωθεί παράβαση

του άρθρου 6 § 1 ΕΔΔΑ καθώς αμφότερες οι δίκες αφορούσαν στην ουσία το ίδιο

ζήτημα μεταξύ των ιδίων διαδίκων (της Πολιτείας και των Προσφεύγοντων). Εν

κατακλείδι το ΕΔΔΑ δέχθηκε ότι το γεγονός ότι οι προσφεύγοντες κλήθηκαν να

αποδείξουν εκ νέου την κυριότητα της δικαιοπάροχου τους στη δίκη των ετών 1997-

2000 στερούταν ερείσματος στο άρθρο 6 § 1 ΕΣΔΑ από τη στιγμή που το είχαν ήδη

πράξει στην αρχική δίκη αντίθετο στο άρθρο 6 § 1 ΕΣΔΑ κρίθηκε επίσης το γεγονός

ότι αν και οι αποφάσεις των Επιτροπών Αγροτικής Γης διαπίστωναν την ύπαρξη

ιδιωτικών δικαιωμάτων και ειδικότερα του δικαιώματος επανιδιωτικοποίησης

κρατικοποιημένων ιδιοκτησιών, υποκείμενες σε ένδικα βοηθήματα και μέσα όλων

των βαθμών δικαιοδοσίας, θα ήταν αντίθετο στην αρχή της ασφάλειας δικαίου να

γίνει δεκτό ότι οι αποφάσεις αυτές δεν δέσμευαν καν την Πολιτεία. Το γεγονός δε ότι

στη διαδικασία εκδίκασης των σχετικών διαφορών εφαρμόζονταν ιδιαίτερα ελαστικοί

αποδεικτικοί κανόνες δεν ασκούσε επίδραση καθώς αποτελούσε νομοθετική επιλογή

της ίδιας της Πολιτείας και δεν δικαιολογούσε απόκλιση από το θεμελιώδη κανόνα

ότι οι τελεσίδικες αποφάσεις αποτελούν δεδικασμένο.

Η επισκόπηση της απόφασης του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Kehaya

προσαρμοζόμενη στην καθ’ ημάς διδασκαλία περί δεδικασμένου είναι πρόσφορη για

τη συναγωγή μιας σειράς από χρήσιμα συμπεράσματα που μπορούν να συνοψισθούν

στα επόμενα σημεία:

Ι. Δεδομένου ότι η αρχική δίκη είχε ως αντικείμενο την ακύρωση της

άρνησης της Επιτροπής Αγροτικής Γης να επανιδιωτικοποιήσει το ακίνητο, το

ζήτημα της κυριότητας της δικαιοπαρόχου των ανέκυπτε εκεί ως προδικαστικό του

κύριου διαπλαστικού αιτήματος, ενώ στη νεότερη δίκη της διεκδικητικής αγωγής του

Δασαρχείου ανέκυπτε ως ένσταση ίδιας κυριότητας των εναγόμενων προσφευγόντων.

Στο μέτρο που το ΕΔΔΑ έκρινε ότι το δεδικασμένο της αρχικής απόφασης ήταν

αντιτάξιμο στη νεότερη δίκη και ότι η μη λήψη υπόψιν του απέληξε σε παράβαση του

άρθρου 6 § 1 ΕΣΔΑ δικαιολογείται περαιτέρω το συμπέρασμα ότι η προστασία του

άρθρου 6 § 1 ΕΣΔΑ καταλαμβάνει και τα προδικαστικώς κριθέντα ζητήματα.

ΙΙ. Το ΕΔΔΑ κατέληξε ότι η απόφαση που εκδόθηκε στη νεότερη δίκη

«αποστέρησε» από κάθε έννομη συνέπεια την παλαιότερη τελεσίδικη απόφαση με

αποτέλεσμα να συντελεσθεί παράβαση του άρθρου 6§ 1 ΕΣΔΑ. Υπό το πρίσμα της

αντιμετώπισης του ΕΔΔΑ θα μπορούσε να συναχθεί ευρύτερο ερμηνευτικό πόρισμα

αναφορικά με την αντιμετώπιση του ζητήματος των αντιφατικών δεδικασμένων87

αλλά και την αντιμετώπιση της κάλυψης από την αρνητική ενέργεια του

δεδικασμένου και της νομικής ασυμβατότητας του αντικειμένου της μεταγενέστερης

δίκης88

.

ΙΙΙ. Η αυστηρότητα ή ελαστικότητα της αποδεικτικής διαδικασίας δεν

δικαιολογεί την άρνηση του δεδικασμένου σε ορισμένη τελεσίδικη απόφαση που

διαγνώσει ως κύριο ή προδικαστικό ζήτημα την ύπαρξη ή ανυπαρξία ιδιωτικού

δικαιώματος.

87 Βλ. κατωτ. § 5. 88 Βλ. κατωτ. § 5.

Page 16: Η αρχή ne bis in idem ην πολιική ίκη ως κήλωη 2ου ...epublications.web.auth.gr/sites/default/files... · 2017-11-07 · 2o Ετήσιο Συνέδριο

Pro Justitia 2/ 2016

159

Στη συνέχεια το ΕΔΔΑ επέκτεινε τα όρια της κατοχύρωσης της αρνητικής

ενέργειας του δεδικασμένου με τις αποφάσεις Driza κατά Αλβανίας89

και Rosca κατά

Μολδαβίας90

κατά τρόπο που να αναγνωρίσει ρητά ότι η Πολιτεία αποδέκτης των

επιταγών του άρθρου 6 § 1 ΕΔΔΑ φέρει το βάρος να οργανώσει το νομικό της

σύστημα κατά τρόπο ώστε να εντοπίζεται η έναρξη συναφών διαδικασιών και όπου

αυτό παρίσταται αναγκαίο να συνενώνονται ή να απαγορεύεται η έναρξη νέας δίκης

για το ίδιο ζήτημα ώστε να αποτρέπεται η επανεξέταση τελεσίδικων δικαστικών

αποφάσεων στο πλαίσιο της διεξαγωγής παράλληλων δικών υπό τύπο κεκαλυμμένης

έφεσης. Η θέση αυτή του ΕΔΔΑ μπορεί να λεχθεί πως προσδίδει και υπερνομοθετικό

έρεισμα σε διατάξεις όπως τα άρθρα 31, 221-222, 246, 249, 250 ΚΠολΔ και έτι

περαιτέρω το άρθρο 591 και 937 ΚΠολΔ όπως ισχύουν μετά το Ν. 4335/2015.

Στην υπόθεση MARGUSHIN κατά Ρωσίας91

το ΕΔΔΑ είχε την ευκαιρία να

εξετάσει κατά πόσον η κάλυψη των μη προταθεισών ενστάσεων από το δεδικασμένο

εντάσσεται στο πλέγμα προστασία του δεδικασμένου και της εκτελεστότητας κατά το

άρθρο 6 § 1 ΕΣΔΑ. Ο προσφεύγων διατηρούσε κατάθεση σε δολάρια σε μια ιδιωτική

ρωσική τράπεζα η οποία τέθηκε υπό ειδική εκκαθάριση με αποτέλεσμα η κατάθεση

του να μετατραπεί σε Ρούβλια και να απωλέσει επίσης τους αναλογούντες τόκους.

Μετά από προσφυγή στα Ρωσσικά δικαστήρια του επιδικάσθηκε με απόφαση που

κατέστει τελεσίκη στις 22.8.2001 αποζημίωση για τις παραπάνω αιτίες, με

αποτέλεσμα ο προσφεύγων να επισπεύσει εκτέλεση για το επιδικασθέν ποσό στις

24.10.2001, η οποία όμως διεκόπει από το τοπικό δικαστήριο στις 24.12.2001 με την

αιτιολογία ότι ο προσφεύγων καταλαμβανόταν από τα υποκειμενικά όρια της

συμφωνίας της υπό εκκαθάριση τράπεζας με τους πιστωτές της, η οποία είχε

υπογραφεί στις 15.5.2000 και επικυρωθεί από το αρμόδιο Εμποροδικείο στις

15.8.2000. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι είχε συντελεσθεί παράβαση του άρθρου 6 § 1 ΕΣΔΑ

την οποία εντόπισε προεχόντως στη διακοπή της εκτελεστικής διαδικασίας. Η

αιτιολογία όμως που υιοθέτησε εξαίρει το γεγονός ότι η συμφωνία των πιστωτών με

την υπό εκκαθάριση τράπεζα είχε ήδη υπογραφεί κατά το χρόνο της συζήτησης της

υπόθεσης στον πρώτο βαθμό και ότι η υπό εκκαθάριση τράπεζα δεν την είχε

επικαλεσθεί, ούτε και προέκυπτε ότι εξαιρετικές περιστάσεις την απέτρεψαν από το

να το πράξει92

. Θεώρησε περαιτέρω τη διαδικασία της δίκης περί την εκτέλεση όπου

προβλήθηκε το πρώτον ο ισχυρισμός ως μια «κεκαλυμμένη έφεση» («appeal in

disguise»)93

, η οποία κατ’ αποτέλεσμα ανέτρεψε την ασφάλεια δικαίου.

Η παραπάνω απόφαση αναδεικνύει ότι η εμβέλεια του άρθρου 6 § 1 ΕΣΔΑ

δεν περιορίζεται μόνον στο πράγματι κριθέν ζήτημα αλλά επεκτείνεται και σε

ισχυρισμούς οι οποίοι μπορούσαν να προταθούν και δεν προτάθηκαν. Κατά συνεπή

εφαρμογή της ερμηνευτικής λύσης δηλαδή μπορεί να γίνει δεκτό πως η ανατροπή του

δεδικασμένου και της εκτελεστότητας τελεσίδικης απόφασης ως αποτέλεσμα όψιμης

προβολής ισχυρισμού σε μεταγενέστερη δίκη, έστω και σε δίκη περί την εκτέλεση,

είναι επίσης ασύμβατη με την αρχή της δίκαιης δίκης όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο

6 § 1 ΕΣΔΑ. Κατ’ ακολουθίαν θα μπορούσε να αναγνωσθεί στην παραπάνω απόφαση

υπερνομοθετικό έρεισμα και στις διατάξεις των άρθρων 330, 933 § 3 και 935 ΚΠολΔ.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης ως προς την προβληματική της

οριοθέτησης των αντικειμενικών ορίων της προστασίας της αρνητικής ενέργειας του

89 DRIZA, § 69. 90 ROŞCA, § 25 91 Ό.π. 92 MARGUSHIN, §§ 33-35. 93 MARGUSHIN, § 35.

Page 17: Η αρχή ne bis in idem ην πολιική ίκη ως κήλωη 2ου ...epublications.web.auth.gr/sites/default/files... · 2017-11-07 · 2o Ετήσιο Συνέδριο

2o Ετήσιο Συνέδριο Νομικής Σχολής ΑΠΘ «Δίκαιη Δίκη»

160

δεδικασμένου η απόφαση του ΕΔΔΑ στην υπόθεση ESERTAS κατά Λιθουανίας94

στην οποία το ΕΔΔΑ αντιμετώπισε το ακόλουθο ιστορικό. Ο προσφεύγων ήταν

συγκύριος ενός διαμερίσματος σε μια οικοδομή στην πόλη Κάουνας στην οποία την

κεντρική θέρμανση παρείχε η εταιρία LITESCO. To 2001 oι δύο συγκύριοι

προχώρησαν σε αποσύνδεση από το κεντρικό σύστημα θέρμανσης, γνωστοποίησαν

στη LITESCO την καταγγελία της σύμβασης μεταξύ τους και συνεβλήθησαν με έναν

εναλλακτικό πάροχο θέρμανσης για το διαμέρισμα τους. Μετά την πάροδο αρκετών

μηνών η LITESCO απέστειλε λογαριασμό θέρμανσης τον οποίο ο προσφεύγων

αρνήθηκε να εξοφλήσει, με αποτέλεσμα η τελευταία να ασκήσει αγωγή για την

πληρωμή των λογαριασμών της περιόδου 1.1.2002- 1.9.2003. Η αγωγή αυτή

απορρίφθηκε με απόφαση του τοπικού Ειρηνοδικείου με την αιτιολογία ότι η

καταγγελία της σύμβασης με την ενάγουσα και η αποσύνδεση του διαμερίσματος από

την κεντρική θέρμανση ήταν νόμιμες και κατ’ ακολουθίαν δεν υφίστατο πλέον

σύμβαση με την ενάγουσα, οπότε οι αξιώσεις της τελευταίας τύγχαναν αβάσιμες. Η

ενάγουσα δεν άσκησε έφεση οπότε η πρωτόδικη απόφαση τελεσιδίκησε. Η Litesco

επανήλθε στη συνέχεια με νέα αγωγή για το διάστημα 1.4.2004- 1.9.2005. Η εν λόγω

αγωγή έγινε πρωτοδίκως δεκτή με την αιτιολογία ότι η αποσύνδεση του

διαμερίσματος από την κεντρική θέρμανση ήταν μονομερής, δεν συνεπαγόταν λύση

της σύμβασης των συγκυρίων με την ενάγουσας και ως εκ τούτου οι τελευταίοι

όφειλαν αν καταβάλλουν τις οφειλές από τους λογαριασμούς της επίδικης περιόδου.

Η ένσταση δεδικασμένου του προσφεύγοντος απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι η

νεότερη αφορούσε διαφορετική χρονική περίοδο. Την ίδια θέση υιοθέτησε και το

δευτεροβάθμιο δικαστήριο, οπότε η νεότερη απόφαση τελεσιδίκησε, ενώ ο

προσφεύγων δεν είχε τη δυνατότητα να ασκήσει αναίρεση στο Ανώτατο Δικαστήριο

λόγω του περιορισμένου οικονομικού αντικειμένου της διαφοράς. Το ΕΔΔΑ δέχθηκε

ότι αν και μεταξύ των δύο δικών δεν υπήρχε πλήρης ταύτιση, εντούτοις υπήρχε

ταυτότητα διαδίκων και ο πυρήνας της διαφοράς ήταν κατ’ ουσίαν ο ίδιος,

διαφοροποιούμενος μόνον για τη χρονική περίοδο στην οποία αφορούσε η οφειλή.

Επιπλέον οι δύο δίκες αφορούσαν την ίδια έννομη σχέση και τα ίδια πραγματικά

περιστατικά95

. Περαιτέρω το ΕΔΔΑ υιοθέτησε τον παραλληλισμό ότι όταν το

δικαστήριο της μεταγενέστερης δίκης καταλήγει σε διαφορετικό πόρισμα για

περιστατικά που ήδη κρίθηκαν σε μια προγενέστερη τελεσίδικη απόφαση κατ’

αποτέλεσμα οδηγεί στην εν τοις πράγμασι ανατροπή της, ως εάν είχε γίνει δεκτή μια

αίτηση έκτακτης αναθεώρησης. Ως εκ τούτου κατέληξε στο συμπέρασμα ότι στη

νεότερη δίκη επανεκτιμήθηκαν τα κρίσιμα στοιχεία του πραγματικού της διαφοράς

και ανατράπηκαν με τη δεύτερη απόφαση, χωρίς να συντρέχει κανένας λόγος να

κληθεί ο προσφεύγων να αποδείξει για δεύτερη φορά την ανυπαρξία συμβατικής

σχέσης με την ενάγουσα96

. Προς διευκόλυνση της αξιολόγησης της κρίσης του ΕΔΔΑ

στην εν λόγω απόφαση πρέπει να αναφερθεί ότι το Λιθουανικό δικονομικό δίκαιο (§

279 ΛιθΚΠολΔ) δεν περιλαμβάνει κανόνες για την κάλυψη από το δεδικασμένο των

προδικαστικών ζητημάτων (αντίθετα από το άρθρο 331 ΚΠολΔ) ή των προβληθεισών

ή μη ενστάσεων (330 ΚΠολΔ). Υπό το πρίσμα της διαπίστωσης αυτής, η τελική θέση

που έλαβε το ΕΔΔΑ σε μια υπόθεση όπου το κύρος της σύμβασης παροχής

θέρμανσης ανέκυπτε αφενός ως προδικαστικό ζήτημα σε αμφότερες τις δίκες και

ενδεχομένως ως πρόβλημα κάλυψης από το δεδικασμένο των ενστάσεων που

πλήττουν το κύρος της καταγγελίας της σύμβασης παροχής θέρμανσης, παρίσταται 94 ESERTAS, § 25. 95 ESERTAS, § 23. 96 ESERTAS, §§ 26-27.

Page 18: Η αρχή ne bis in idem ην πολιική ίκη ως κήλωη 2ου ...epublications.web.auth.gr/sites/default/files... · 2017-11-07 · 2o Ετήσιο Συνέδριο

Pro Justitia 2/ 2016

161

ιδιαίτερα σημαντική δεδομένου ότι παρέχει πρόσφορο επιχείρημα για την κάλυψη

από την εμβέλεια του άρθρου 6 § 1 ΕΣΔΑ και των κρίσεων της τελεσίδικης

απόφασης που αφορούν σε ζητήματα που κρίθηκαν προδικαστικά.

Τέλος στην υπόθεση BRLETIĆ κατά Κροατίας το ΕΔΔΑ αντιμετώπισε το

ακόλουθο ιστορικό. Ο σύζυγος της προσφεύγουσας είχε εργασθεί μεταξύ των ετών

1975 και 1999 σε τοπική εταιρεία της Κροατίας. Το 1999 άσκησε αγωγή ενώπιον των

κροατικών δικαστηρίων ζητώντας την επιδίκαση μισθολογικών διαφορών. Το 2000

αποβίωσε οπότε η δίκη συνεχίσθηκε στο όνομα της προσφεύγουσας και των παιδιών

του. Στις 21.5.2002 το τοπικό δικαστήριο έκανε δεκτή την αγωγή, μετά από λογιστική

πραγματογνωμοσύνη, διαπίστωσε ότι είχε εισπράξει 24.540 Κούνα λιγότερα από

εκείνα που του οφειλόταν με βάση το μισθό του και τα επιδίκασε υπέρ των

κληρονόμων του. Η εργοδότης άσκησε έφεση που απορρίφθηκε και τελικά στις

15.10.2002 εξόφλησε την οφειλή. Στις 8.9.2005 η εργοδότης άσκησε αγωγή κατά των

κληρονόμων ζητώντας την επιστροφή 23,093.17 Κούνα επικαλούμενη ότι το ποσόν

αυτό δεν είχε καταβληθεί στο μισθωτό επειδή καταβαλλόταν απευθείας σε πιστωτές

του προς εξόφληση οφειλών του τελευταίου. Από την απόφαση δεν είναι σαφές αν ο

ισχυρισμός περί εξοφλήσεως είχε προβληθεί στην αρχική δίκη, βέβαιο είναι όμως ότι

η λογιστική πραγματογνωμοσύνη το επιβεβαίωνε. Η προσφεύγουσα αρνήθηκε τη νέα

αγωγή επικαλούμενη ότι σε κάθε περίπτωση ο πλουτισμός δεν ήταν αδικαιολόγητος

εφόσον η πληρωμή έγινε σε εκτέλεση της αρχικής δικαστικής απόφασης. Η αγωγή

απορρίφθηκε πρωτοδίκως, στη συνέχεια αναπέμφθηκε μετά από επιτυχή άσκηση

έφεσης της εργοδότρια και στη νέα δίκη έγινε δεκτή. Ακολούθως απορρίφθηκαν η

έφεση και η προσφυγή της προσφεύγουσας στο Συνταγματικό Δικαστήριο της

Κροατίας. Με την απόφαση της 16.1.2014 το ΕΔΔΑ έκρινε ότι στην προκείμενη

περίπτωση είχε σημειωθεί παράβαση του άρθρου 6 § 1 ΕΣΔΑ καθώς η

μεταγενέστερη έκδοση απόφασης νομικά ασυμβίβαστης με την αρχικώς εκδοθείσα

τελεσίδικη απόφαση ματαίωνε τα αποτελέσματα της παρασχεθείσας έννομης

προστασίας. Το επιχείρημα της Κροατικής κυβέρνησης ότι μεταξύ των δύο

διαδικασιών δεν συνέτρεχε ταυτότητα αντικειμένου και νομικής αιτίας απορρίφθηκε

με την αιτιολογία ότι «αν και οι δύο δίκες δεν ήταν ταυτόσημες, εντούτοις σύμφωνα

με το εφαρμοστέο εσωτερικό δίκαιο αφορούσαν τους ίδιους διαδίκου, τις ίδιες

έννομες σχέσεις και τα ίδια περιστατικά δηλαδή την πληρωμή μέρους της

μισθοδοσίας του συζύγου της προσφεύγουσας κατά την περίοδο Μάιος 1998 έως

Ιανουάριο 1999, τα οποία ήταν κρίσιμα για την επίλυση της διαφοράς και ως εκ

τούτου τα αντικειμενικά όρια των δύο δικών ταυτίζονταν».

Οι αποφάσεις του ΕΔΔΑ στις υποθέσεις Margushin και BRLETIĆ

αναδεικνύουν και μια περαιτέρω πτυχή του όλου προβληματισμού εφόσον

συνεκτιμηθεί ότι με βάση τα πραγματολογικά στοιχεία που περιλαμβάνονται στις

αντίστοιχες αποφάσεις, οι ισχυρισμοί που προέβαλλαν οι αντίδικοι σε αμφότερες τις

περιπτώσεις ήταν βάσιμοι. Εντούτοις το ΕΔΔΑ διέγνωσε παράβαση του άρθρου 6 § 1

ΕΣΔΑ την οποία εντοπίζει στην κατάλυση εκ του αποτελέσματος της τελεσιδικίας

της αρχικής απόφασης ως προϊόντος της παρασχεθείσας έννομης προστασίας. Η

προγενέστερη χρονικά απόφαση είναι υπό την έννοια αυτή άξια προστασίας όχι χάριν

σταθμίσεων ορθότητας, αλλά γιατί η δεσμευτικότητα μιας τελεσίδικης απόφασης

αποτελεί αυτονόητο παρεπόμενο της δίκαιης δίκης. Κατά το σημείο αυτό η

Page 19: Η αρχή ne bis in idem ην πολιική ίκη ως κήλωη 2ου ...epublications.web.auth.gr/sites/default/files... · 2017-11-07 · 2o Ετήσιο Συνέδριο

2o Ετήσιο Συνέδριο Νομικής Σχολής ΑΠΘ «Δίκαιη Δίκη»

162

νομολογία του ΕΔΔΑ συγκλίνει με την κρατούσα ερμηνευτική προσέγγιση υπό το

εθνικό δικονομικό δίκαιο97

.

Η υποχρέωση των συμβαλλομένων κρατών να αποτρέπουν την διεξαγωγή

παράλληλων δικών δεν εξαντλείται μόνον στο πλαίσιο της διαγνωστικής δίκης, ούτε

μόνον στις περιπτώσεις που συντρέχει το στοιχείο της ταυτότητας διαδίκων. Π.χ.

στην υπόθεση KAREN POGHOSYAN98

διαπιστώθηκε παράβαση του δικαιώματος

στη δίκαιη δίκη λόγω της άσκησης ενδίκου μέσου από τρίτο, μη διάδικο μετά την

πάροδο οκτώ ετών από την τελεσιδικία της απόφασης. Κατά κανόνα πάντως,

σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ η παροχή της δυνατότητας σε ένα τρίτο

πρόσωπο, μη διάδικο να προστατεύσει τα νόμιμα δικαιώματα του προσβάλλοντας επί

ακυρώσει μια δικαστική απόφαση στην οποία δεν συμμετείχε ή δεν μπόρεσε να

συμμετάσχει αποτελεσματικά είναι κατ’ αρχήν θεμιτή και συμβατή με το άρθρο 6 §

199

.

3 Σύγκριση των ερμηνευτικών λύσεων της νομολογίας του ΕΔΔΑ

για την αρχή ne bis in idem σε αστικές υποθέσεις προς τη νομολογία του

ΔΕΚ σε ζητήματα εκκρεμοδικίας και ασυμβίβαστων αποφάσεων.

Από την επιχειρηθείσα επισκόπηση των αποφάσεων Kehaya, Esertas και

BRLETIĆ διαπιστώνεται ότι το ΕΔΔΑ προσεγγίζει ερμηνευτικά τα αντικειμενικά

όρια της αρνητικής λειτουργίας του δεδικασμένου κατά τρόπο διερυμένο,

προσβλέποντας στην αποτροπή του κινδύνου εκδόσεως αποφάσεων, οι οποίες ενόψει

της αντιφατικότητας τους, θα αναιρούσαν κατ’ αποτέλεσμα τη δεσμευτικότητα της

τελεσίδικης δικαστικής κρίσης στην αρχική απόφαση. Προς την κατεύθυνση αυτό το

ΕΔΔΑ εστιάζει τον έλεγχο της παράβασης στο κατά πόσον o “πυρήνας της διαφοράς”

ήταν ο ίδιος100

συγκλίνοντας κατά τούτο προς τη θεωρία του πυρήνα για την

οριοθέτηση του αντικειμένου της δίκης την οποία υιοθετεί και το ΔΕΚ ως προς την

ερμηνεία των ρυθμίσεων περί εκκρεμοδικίας του Κανονισμού 44/2001101

.

Εφαρμόζοντας το κριτήριο αυτό το ΔΕΕ έχει ήδη επιβεβαιώσει ότι τα

αντικειμενικά όρια της εκκρεμοδικίας καταλαμβάνουν και αγωγές στις οποίες το

κύριο ζήτημα της πρώτης αγωγής ανακύπτει ως προδικαστικό στη δεύτερη102

, νομικά

97 Για την αποσύνδεση της δεσμευτικότητας του δεδικασμένου από την ορθότητα του διατακτικού της δικαστικής

απόφασης, βλ. αναλυτικότερα Μπαμπινιώτη Δ., 2008. Η έννοια της αναγκαιότητας στο άρθρο 331 ΚΠολΔ. Αντ. Ν.

Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, Ελλάδα, σ. 156. 98 KAREN POGHOSYAN, § 47. 99 ΕΔΔΑ 4.12.2008, TISHKEVICH v. RUSSIA, 2202/05, §§25-27 ΕΔΔΑ 4.3.2010, TOLSTOBROV v. RUSSIA,

11612/05, § 18-20 POGHOSHYAN, § 47. 100 KEHAYA, § 67 ESERTAS, § 23. 101 Νίκας Ν., 1991. Η ένσταση εκκρεμοδικίας στην πολιτική δίκη. Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, Ελλάδα, σ.

242 επ Μακρίδου Κ., 2000. Η νομολογία του ΔΕΚ στα ζητήματα της εκκρεμοδικίας και της συνάφειας, σε τ.

Liber Amicorum Κ. Κεραμέως (επ. Ν. Νίκας), σ. 233 επ, ιδίως σ. 240 επ Τιμαγένης, 1995. Το αντικείμενο της

δίκης κατά τη νομολογίας του ΔΕΚ. Δ, 1995.955 επ Ηλιακόπουλος, 2003. Η αντιπαραβολή του γερμανικού και του

ελληνικού προσδιορισμού του αντικειμένου της δίκης και του δεδικασμένου υπό την σκιάν της νομολογίας του

Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ΤιμΤομ Μπέη V, 4441 επ Αναλυτικότερα για τη θεωρία του

«πυρήνα», βλ. ενδεικτ. D. Leipold, Wege zur Konzentration von Zivilprozessen, Berlin, 1999, σ. 16 επ U. Hass,

Rechtshängigkeitssperre und Sachzusammenhang, σε FS Ishikawa zum 70. Geburtstag, 2001, σ. 165 επ: 170 επ

Prütting, Vom deutschen zum europaischen Streitgegenstand, ΤιμΤομ Μπέη ΙΙ, 2003, σ. 1273 επ. 102 ΔΕΕ 8.12.1987, GUBISCH MASCHINENFABRIK AG ΚΑΤΑ GIULIO PALUMBO, ECLI:EU:C:1987:528 [:

Gubisch]: αγωγή με αίτημα την εκπλήρωση σύμβασης και αγωγή με αίτημα την κήρυξη της ακυρότητας της ιδίας

σύμβασης ΔΕΕ 25.10.2012, Folien Fischer AG και Fofitec AG κατά Ritrama SpA, ECLI:EU:C:2012:664, § 49

ΔΕΕ 19.12.2013, Nipponkoa Insurance Co. (Europe) Ltd κ.λπ., ΕCLI:EU:C:2013:858, § 42: η αγωγή με την οποία

Page 20: Η αρχή ne bis in idem ην πολιική ίκη ως κήλωη 2ου ...epublications.web.auth.gr/sites/default/files... · 2017-11-07 · 2o Ετήσιο Συνέδριο

Pro Justitia 2/ 2016

163

ασυμβίβαστες αγωγές103

, ανεξάρτητα από το αν εκκρεμούν στα δικαστήρια του ιδίου

δικαιοδοτικού κλάδου104

χωρίς πάντως να αρκεί η ταύτιση των πραγματικών

περιστατικών που θεμελιώνουν την ιστορική βάση της αγωγής105

. Κρίσιμο κριτήριο

για την οριοθέτηση του αντικειμένου της δίκης για τις ανάγκες της εκκρεμοδικίας

αποτελεί σύμφωνα με τη νομολογία του ΔΕΚ το αντικείμενο της δίκης όπως αυτό

οριοθετείται με βάση την αγωγή, χωρίς να συνεκτιμώνται πιθανές ενστάσεις του

εναγομένου106

. Αμφίβολο πρέπει να θεωρηθεί αν το ΔΕΕ επεκτείνει την εφαρμογή

των ανωτέρω κριτηρίων και στις δίκες ασφαλιστικών μέτρων107

.

Σύμφωνα με τη νομολογία του ΔΕΕ η εκκρεμοδικία καταλαμβάνει τη

μεταγενέστερη αγωγή υφίσταται ταυτότητα διαδίκων108

και οι δύο αγωγές έχουν την

ίδια αιτία και το ίδιο αντικείμενο109

. Ως ταυτότητα αντικειμένου της διαφοράς, κατά

την έννοια αυτή νοείται ο σκοπός της αγωγής110

, όπως αυτός οριοθετείται από τα

ζητείται να αναγνωριστεί ότι ο εναγόμενος ευθύνεται για ορισμένη ζημία και να υποχρεωθεί συναφώς στην

καταβολή αποζημιώσεως, έχει την ίδια αιτία και το ίδιο αντικείμενο με προγενέστερη αγωγή την οποία έχει

ασκήσει ο εναγόμενος αυτός με αίτημα να αναγνωριστεί ότι δεν ευθύνεται για την εν λόγω ζημία 103 ΔΕΕ 6.12.1994, Tatry, ECLI:EU:C:1994:400 [: Tatry]: αγωγή με την οποία ζητείται να αναγνωριστεί ότι ο

εναγόμενος έχει ευθύνη για ορισμένη ζημία και να υποχρεωθεί συναφώς στην καταβολή αποζημιώσεως

καταλαμβάνεται από την εκκρεμοδικία προγενέστερης αγωγής, την οποία έχει ασκήσει ο εναγόμενος αυτός με

αίτημα να αναγνωριστεί ότι δεν υπέχει ευθύνη για την εν λόγω ζημία 104 ΔΕΕ 22.10.2015, Aannemingsbedrijf Aertssen NV και Aertssen Terrassements SA κατά VSB Machineverhuur

BV και λοιπών, ECLI:EU:C:2015:722, §§ 40-50: η δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής αποτελεί αγωγή για τις

ανάγκες εφαρμογής του άρθρου 27 § 1 ΚανΒρυξ Ι και η υποβολή της συνεπάγεται εκκρεμοδικία υπό την έννοια

του κανονισμού η οποία καταλαμβάνει και τη μεταγενέστερα ασκηθείσα αγωγή περί αδικοπραξίας. 105 ΔΕΕ 14.10.2004, Mærsk Olie & Gas A/S κατά Firma M. de Haan en W. de Boer, ECLI:EU:C:2004:615: δεν

θεμελιώνεται εκκρεμοδικία μεταξύ αίτησης πλοιοκτήτη για τη σύσταση κεφαλαίου της Δ.Σ. της 10.10.1957 για

τον περιορισμό της ευθύνης των πλοιοκτητών ποντοπόρων πλοίων και αγωγής ζημιωθέντος με αίτημα την

αναγνώριση της ευθύνης του. 106 ΔΕΕ 8.5.2003, Gantner Electronic GmbH κατά Basch Exploitatie Maatschappij BV, ECLI:EU:C:2003:257 [:

Gantner]: προκειμένου να κριθεί αν δύο αγωγές μεταξύ των ιδίων διαδίκων ενώπιον δικαστηρίων διαφορετικών

συμβαλλομένων κρατών έχουν το ίδιο αντικείμενο, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη αποκλειστικώς οι απαιτήσεις

των αντιστοίχων εναγόντων, αποκλειομένων των αμυντικών ισχυρισμών που προβάλλει ένας εναγόμενος. 107 Στην απόφαση ΔΕΕ 6.2.2002, Italian Leather SpA κατά WECO Polstermöbel GmbH & Co,

ECLI:EU:C:2002:342, § 47 έγινε δεκτό ότι το κώλυμα του άρθρου 27.3 ΣΒρυξ (= 34.3 ΚανΒρυξ Ι, 45 § 1 στ. γ’

και δ’ ΚανΒρυξ Ιbis) καταλαμβάνει και την περίπτωση νομικά ασυμβίβαστων αποφάσεων ασφαλιστικών μέτρων

(η υπό αναγνώριση απόφαση αφορούσε προσωρινά μέτρα με τα οποία ο καθ’ ου ζητούσε την απαγόρευση χρήσης

σήματος και νωρίτερα τα δικαστήρια του κράτους υποδοχής είχαν απορρίψει αίτηση με όμοιο περιεχόμενο).

Πρβλ. Κεραμεύς/Κρεμλής/Ταγαράς, 1989. Η Σύμβαση των Βρυξελλών για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση

αποφάσεων όπως ισχύει στην Ελλάδα. Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, Ελλάδα, άρθρ. 22 αρ. 4 μ.π.π. στη

σήμ. 8. Αντίθετα, στην απόφαση ΔΕΕ 6.10.2010, Bianca Purrucker κατά Guillermo Vallés Pérez,

ECLI:EU:C:2010:665, § 86 δέχθηκε ότι το άρθρο 19 § 2 ΚανΒρυξ ΙΙ δεν εφαρμόζεται «οσάκις δικαστήριο κράτους

μέλους, επιληφθέν πρώτο για τη λήψη μέτρων περί γονικής μέριμνας, δικάζει μόνο στο πλαίσιο προσωρινής

δικαστικής προστασίας, κατά το άρθρο 20 του κανονισμού αυτού, και δικαστήριο άλλου κράτους μέλους, έχον κατά

τον ίδιο κανονισμό διεθνή δικαιοδοσία να κρίνει επί της ουσίας, επιλαμβάνεται δεύτερο αιτήσεως για τη λήψη των

ίδιων μέτρων, είτε προσωρινώς είτε οριστικώς». 108 Κατά τη νομολογία του ΔΕΕ και το στοιχείο αυτό πρέπει να ερμηνεύεται διασταλτικά. Βλ. χαρακτηριστικά την

ΔΕΕ 19.5.1998, Drouot assurances SA κατά Consolidated metallurgical industries (CMI industrial sites), Δ

2000.85 επ, η οποία σε obiter dictum της αναγνωρίζει τη δυνατότητα κάλυψης από την εκκρεμοδικία και του

ειδικού διαδόχου στη διάρκεια της δίκης, με επίκληση ως παραδείγματος της περίπτωσης στην οποία ασφαλιστής,

δυνάμει του δικαιώματος υποκατάστασης, ενάγει ή ενάγεται στο όνομα του ασφαλισμένου του χωρίς ο τελευταίος

να είναι καν σε θέση να επηρεάσει την εξέλιξη της δίκης. Την ερμηνευτική λύση αυτή υιοθετεί και η κρατούσα

γνώμη υπό το ελληνικό δίκαιο, παρά τη φραστική διατύπωση του άρθρου 222 § 1 ΚΠολΔ και με επίκληση

αναλογικής εφαρμογής του άρθρου 325 ΚΠολΔ. Βλ. αντί άλλων: Νίκας Ν., 1991. Η ένσταση εκκρεμοδικίας στην

πολιτική δίκη. Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, σ. 252 επ, ιδίως 256 Καλαβρός, 2016,, § 34 αρ. 123-124 μ.π.π.

στη σημ. 36. 109 Ενδεικτ. Gubisch § 14 Gantner, § 25. 110 Tatry, § 41 Gantner, § 25.

Page 21: Η αρχή ne bis in idem ην πολιική ίκη ως κήλωη 2ου ...epublications.web.auth.gr/sites/default/files... · 2017-11-07 · 2o Ετήσιο Συνέδριο

2o Ετήσιο Συνέδριο Νομικής Σχολής ΑΠΘ «Δίκαιη Δίκη»

164

αντίστοιχα αγωγικά αιτήματα111

, ενώ ως «αιτία» νοείται η πραγματική και τη νομική

βάση της αγωγής112

.

Η ευρεία ερμηνεία των αντικειμενικών ορίων της εκκρεμοδικίας από το ΔΕΕ

αποτελεί έκφραση ενός από τους σημαντικότερους σκοπούς στους οποίους

προσέβλεπε τόσο ο ΚανΒρυξ Ι113

όσο και η ΣΒρυξ114

είναι να μειωθεί στο ελάχιστο η

πιθανότητα διεξαγωγής παράλληλων διαδικασιών και να αποτραπεί το ενδεχόμενο

εκδόσεως ασυμβίβαστων μεταξύ τους αποφάσεων σε περίπτωση κατά την οποία

δικαστήρια πλειόνων κρατών έχουν διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση της ίδιας

διαφοράς115

.

Οι ερμηνευτικές λύσεις τις οποίες έχει υιοθετήσει η νομολογία του ΔΕΕ στο

πλαίσιο του κωλύματος αναγνώρισης των άρθρων 27.3 ΣΒρυξ, 34.3-4 ΚανΒρυξ Ι

(και ήδη 45 § 1 γ-δ’ ΚανΒρυξ Ι, κινούνται προς την ίδια κατεύθυνση. Κατ’ αρχήν

κρίθηκε ότι αφενός το κατά η απόφαση της οποίας επιδιώκεται η αναγνώριση είναι

ασυμβίβαστη προς άλλη πρέπει να ερμηνεύεται αυτόνομα και όχι με βάση το δίκαιο

του κράτους υποδοχής και περαιτέρω έγινε δεκτό από το ΔΕΕ ότι αντιφατικές είναι οι

αποφάσεις όταν αναπτύσσουν έννομες συνέπειες που αποκλείουν η μια την άλλη116

.

Ο αυτόνομος προσδιορισμός της έννοιας των ασυμβίβαστων αποφάσεων δεν

προϋποθέτει οπωσδήποτε ότι το ασυμβίβαστο θα πρέπει να κρίνεται μόνο με βάση το

διατακτικό τους κρίσιμες μπορεί να είναι και οι αιτιολογίες τους117

. Γίνεται δεκτό

ότι η αντίφαση μπορεί να εντοπίζεται και σε ασυμβίβαστες αιτιολογίες τους σε ό,τι

αφορά την κρίση προδικαστικών εννόμων σχέσεων118

χωρίς να απαιτείται και

ταυτότητα αντικειμένου119

. Καταφάσκεται περαιτέρω ότι αντιφατική είναι π.χ. η

απόφαση που επιδικάζει διατροφή με βάση το γάμο προς απόφαση διαζυγίου που

κηρύσσει τη λύση του120

, η απόφαση που επιδικάζει διατροφή υπέρ του τέκνου είναι

αντιφατική προς την απόφαση που απορρίπτει την αγωγή αναγνώρισης της

πατρότητας121

, η απόφαση που επιδικάζει αποζημίωση για συμβατική παράβαση προς

εκείνη που κηρύσσει την ακυρότητα της σύμβασης122

, η απόφαση που απορρίπτει την

αγωγή ως νόμω αβάσιμη προς την απόφαση που τη δέχεται123

. Αντίθετα, δεν

στοιχειοθετείται αντίφαση μεταξύ απόφασης που απέρριψε ως αόριστη την αγωγή και

111 Gantner, § 26. 112 Tatry, § 39. 113 Προοίμιο ΚανΒρυξ Ι, εδ. 15 και ήδη Προοίμιο ΚανΒρυξ Ι bis, εδ. 21. 114 Gubisch, § 8 ΔΕΕ 27.6.1991, Overseas Union Insurance Ltd και Deutsche Ruck Uk Reinsurance Ltd και Pine

Top Insurance Company Ltd κατά New Hampshire Insurance Company, ECLI:EU:C:1991:279, § 16. 115 Ibid. Η αναγκαιότητα ευρείας ερμηνείας των ρυθμίσεων για την εκκρεμοδικία και τη συνάφεια εξαίρεται

περαιτέρω στις αποφάσεις Mærsk Olie & Gas, § 32 ΔΕΕ 27.2.2014, Cartier parfums-lunettes και Axa Corporate

Solutions assurances, EU:C:2014:109, § 40 ΔΕΕ 9.12.2003, Erich Gasser GmbH κατά MISAT Srl,

ECLI:EU:C:2003:657, § 41 116 ΔΕΕ 4.2.1988, Horst Ludwig Martin Hoffmann κατά Adelheid Krieg, ECLI:EU:C:1988:61, § 22 [:

Hoffmann]. 117 Κεραμεύς/Κρεμλής/Ταγαράς, 1989, άρθρ. 27 αρ. 16 Γέσιου-Φαλτσή Π., 2006. Δίκαιο Αναγκαστικής

Εκτέλεσης. Η διεθνής αναγκαστική εκτέλεση. Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, Ελλάδα, § 79 αρ. 64 Νίκας Ν.,

2005, ΠολΔ ΙΙ. Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, Ελλάδα, § 99 αρ. 24 Γαβαλάς, Κωλύματα αναγνώρισης

αλλοδαπών αποφάσεων κατά το άρθρο 27 της Σύμβασης των Βρυξελλών, σε τ. Liber Amicorum, σ. 311: 330 επ

Μεϊδάνης, 2005. Ερμηνευτικές κατευθύνσεις του άρθρου 34 σημείο 3 του Κανονισμού 44/2001. Σκέψεις με βάση

την απόφαση 1321/2004. Αρμ,2005.1688. 118 Γέσιου – Φαλτσή, § 79 αρ. 64. Βλ. και Μακρίδου, ό.π. Liber Amicorum, σ. 246. 119 Ibid. 120 Hoffman, § 22. 121 OLG Hamm IPRax 2004.437. 122 Έκθεση Jenard, αναδ. Σε Νίκα, σ. 239 επ: 296. 123 ΑΠ 1321/2004 Αρμ 2005.1620.

Page 22: Η αρχή ne bis in idem ην πολιική ίκη ως κήλωη 2ου ...epublications.web.auth.gr/sites/default/files... · 2017-11-07 · 2o Ετήσιο Συνέδριο

Pro Justitia 2/ 2016

165

απόφασης που την έκανε δεκτή124

, απόφασης που καταδικάζει σε αποζημίωση για

πραγματικά ελαττώματα του πωληθέντος με απόφαση που καταδικάζει τον αγοραστή

στην καταβολή του τιμήματος125

, απόφασης που αναγνωρίζει την ύπαρξη αξίωσης με

απόφαση που απορρίπτει αίτημα χορήγησης του ευεργετήματος της πενίας επειδή

πιθανολογεί ότι δεν υπάρχουν προοπτικές ευδοκίμησης της αξίωσης126

,

προδικαστικής απόφασης που καταφάσκει τη δικαιοδοσία των δικαστηρίων του

κράτους υποδοχής και αλλοδαπής απόφασης επί της ουσίας της διαφοράς127

. Επίσης

γίνεται δεκτό ότι δεν στοιχειοθετείται αντίφαση εκ του λόγου ότι κρίθηκε

διαφορετικό δίκαιο εφαρμοστέο στην ίδια έννομη σχέση128

.

Δεδομένου του τελολογικού συνδέσμου που συνδέει την προβληματική της

οριοθέτησης του αντικειμένου της δίκης προς το δεδικασμένο129

η υιοθέτηση από το

ΔΕΚ της θεωρίας του πυρήνα ως προς την οριοθέτηση του αντικειμένου της δίκης

παρέχει μια πρώτη ισχυρή κατευθυντήρια αρχή για την εννοιολογική οριοθέτηση μιας

ευρωπαϊκής διάστασης του δεδικασμένου130

, η οποία μετά την απόφαση του ΔΕΕ

στην υπόθεση Gothaer131

, όπου επιβεβαιώθηκε ότι απόφαση, δεκτική αναγνώρισης

υπό την έννοια του άρθρου 32 ΚανΒρυξ Ι αποτελεί και η απόφαση που απορρίπτει

την αγωγή για δικονομικό λόγο (έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας), μπορεί να λεχθεί με

ασφάλεια ότι καταλαμβάνει και το δικονομικό ζήτημα.

Εντούτοις η πρακτική σημασία της υιοθέτησης της θεωρίας του πυρήνα από

το ΔΕΕ παρουσιάζεται τηρουμένων των αναλογιών περιορισμένη καθ’ ο μέτρο η

εμβέλεια της εξαντλείται στην αντιμετώπιση των προβλημάτων από τη διεθνή

εκκρεμοδικία (27 ΚανΒρυξ Ι, 29 ΚανΒρυξ Ια) και πιο περιορισμένο βαθμό από το

κώλυμα αναγνώρισης απόφασης συμβαλλόμενου κράτους του άρθρου 34.3 ΚανΒρυξ

Ι (45 § 1 γ’-δ ΚανΒρυξ Ια). Παράλληλα δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι οι

ερμηνευτικές λύσεις τις οποίες υιοθέτησε το ΔΕΕ αναφορικά με την οριοθέτηση του

αντικειμένου της δίκης και των ασύμβατων αποφάσεων υπαγορεύθηκαν όπως δόκιμα

επισημαίνεται132

συν τοις άλλοις και από τι γενικές εκτιμήσεις που ευνοούν την

εκδοχή της αυτόνομης ερμηνείας (ανομοιογένεια των επί μέρους νομοθετικών

ρυθμίσεων των κρατών μελών, εξασφάλιση ενιαίας εφαρμογής της ΣΒρυξ και του

ΚανΒρυξ Ι). Υπό την έννοια αυτή οι ερμηνευτικές λύσεις του ΔΕΕ μπορούν να

αξιολογηθούν ως το προϊόν της τελολογικής ερμηνευτικής προσέγγισης των κρίσιμων

διατάξεων, χωρίς κατ’ ανάγκη να εκφράζουν μια ευρύτερη θεώρηση του

δεδικασμένου ή του αντικειμένου της δίκης.

Αντίθετα, η υιοθέτηση της θεωρίας του πυρήνα από τη νομολογία του ΕΔΔΑ

ως έκφανσης της αποτελεσματικότητας της δικαστικής απόφασης και του

δικαιώματος παροχής έννομης προστασίας αναπτύσσει πολύ ευρύτερες συνέπειες για

124 ΑΠ 1321/2004 Αρμ 2005.1620. 125 Γαλλικό Ακυρωτικό 3.11.1977, Répertoire I-27.3-B1. 126 BGH NJW 1984.568. 127 Magnus/Mankowski (-Franq), Brussels I bis Regulation, 2016, art. 45 αρ. 68. 128 BGH 26.9.1979, Répertoire I -27.3.B2. 129 Μακρίδου Κ., 2008. Επίδραση της νομολογίας του ΔΕΚ στην οριοθέτηση του αντικειμένου της δίκης, σε τ. Η

πολιτική δίκη υπό το φώς της νομολογίας του ΔΕΚ και του ΕΔΔΑ (επ. Ν. Νίκας), σ. 65 επ: 74 Δεληκωστόπουλος,

2010. Το δεδικασμένο υπό την επίδραση του ευρωπαϊκού δικαίου. ΕΠολΔ, 2010.657. 130 Βλ. συμπληρωματικά προς τους συγγραφείς της προηγούμενης σημ. και Βουλγαράκη, 2013. Προς μια

ευρωπαϊκή αυτόνομη ερμηνεία της έννοιας του δεδικασμένου; Με αφορμή την απόφαση Gothaer και λοιποί κατά

Samskip. ΕΠολΔ 2013.775 επ. 131 ΔΕΚ 15.11.2012, Gothaer Allgemeine Versicherung AG και λοιποί κατά Samskip GmbH,

ECLI:EU:C:2012:719. 132 Νίκας, 1991, ό.π., σ. 243. Πρβλ. για την ευρύτερη συζήτηση, Μακρίδου, ό.π. Liber Amicorum, σ. 243-244

μ.π.π.

Page 23: Η αρχή ne bis in idem ην πολιική ίκη ως κήλωη 2ου ...epublications.web.auth.gr/sites/default/files... · 2017-11-07 · 2o Ετήσιο Συνέδριο

2o Ετήσιο Συνέδριο Νομικής Σχολής ΑΠΘ «Δίκαιη Δίκη»

166

τη δικονομική οριοθέτηση του δεδικασμένου και ιδίως των αντικειμενικών τους

ορίων, καθώς προϋποθέτει την κατάφαση μιας πρωταρχικής, ευρωπαϊκής αντίληψης

για το δεδικασμένο και την τελεσιδικία της απόφασης, ως κοινής αρχής του δικαίου

των κρατών μελών του Σ.Ε. Ως εκ τούτου, ενώ η εμβέλεια των ερμηνευτικών λύσεων

του ΔΕΚ εκ των πραγμάτων εξαντλείται στην ερμηνεία των άρθρων 27 και 34.3

ΚανΒρυξ Ι, οι κρίσεις του ΕΔΔΑ προσλαμβάνουν ευρύτερο περιεχόμενο καθώς

αφενός είναι δεκτικές εφαρμογής και ως προς την ερμηνεία των δικονομικών

ρυθμίσεων των εθνικών δικαίων και αφετέρου, προϋποθέτουν μια ενιαία νοηματική

σύλληψη του δεδικασμένου σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η οποία αποτελεί και το

αντικείμενο προστασίας στο πλαίσιο του άρθρου 6 § 1 ΕΣΔΑ.

Έτσι αν και κατ’ αρχήν τα αντικειμενικά (και υποκειμενικά) όρια του

δεδικασμένου θα συνεχίσουν να ρυθμίζονται από τα εθνικά δικονομικά δίκαια, το

αποτέλεσμα της εφαρμογής των εθνικών δικονομικών διατάξεων θα πρέπει να

θεωρείται ασύμβατο προς το άρθρο 6 § 1 ΕΣΔΑ, όταν εκ του αποτελέσματος σε μια

μεταγενέστερη δίκη εκδίδεται αντιφατική απόφαση επί διαφοράς που στον «πυρήνα»

της είναι όμοια με άλλη που κρίθηκε ήδη τελεσίδικα.

4 Εφαρμογές των πορισμάτων της νομολογίας του ΕΔΔΑ στο

ημεδαπό δικονομικό δίκαιο.

Αξιοποιήσιμα ερμηνευτικά πορίσματα από την επιχειρηθείσα αναδρομή

μπορούν να συναχθούν ως προς μια σειρά από ερμηνευτικά ζητήματα στο πλαίσιο

του ελληνικού δικαίου.

Η εκδήλωση της σημασίας των κρίσεων του ΕΔΔΑ στην ημεδαπή έννομη

τάξη υλοποιείται κατ’ αρχήν στο πλαίσιο της αυθεντίας του ερμηνευτικού

δεδικασμένου των αποφάσεων του ΕΔΔΑ133

.Το τελευταίο δεσμεύει κατ’ αρχήν τα

όργανα των συμβαλλομένων κρατών, δηλαδή τόσο τα όργανα του διάδικου κράτους,

όσο και των υπολοίπων κρατών134

. Ως προς τα εθνικά δικαστήρια προτείνεται ότι η

δέσμευση αυτή δεν φθάνει στο σημείο της καθιέρωσης ενός ξένου τόσο για τα δίκαια

των συντριπτικά περισσότερων συμβαλλομένων κρατών όσο και για το διεθνές

δημόσιο δίκαιο κανόνα stare decisis, τα υποχρεώνει όμως να λαμβάνουν υπόψη τη

νομολογία του τελευταίου, να παραπέμπουν σε αυτή και να ακολουθούν κατά κανόνα

τις ερμηνευτικές λύσεις που δέχθηκε το ΕΔΔΑ ως προς τις διατάξεις της ΕΣΔΑ και

133 Χρυσόγονος Κ., 2001. Η ενσωμάτωση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην εθνική

έννομη τάξη. Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, σ. 400 επ, ιδίως 403 επ. Ήδη στην αλλοδαπή βιβλιογραφία γίνεται

λόγος για “res interpretata” η οποία αντιμετωπίζεται ως μια διακριτή έννομη συνέπεια των αποφάσεων του ΕΔΔΑ

έναντι εκείνης του δεδικασμένου, δεσμεύοντας ακόμη και τα κράτη μέλη που δεν ήταν διάδικοι στη συγκεκριμένη

δίκη. Αναλυτικότερα, βλ. Bodnar, Res Interpretata: Legal Effect of the European Court of Human Rights’

Judgments for other States Than Those Which Were Party to the Proceedings, σε τ. Human Rights and Civil

Liberties in the 21st Century, 2013, σ. 223 επ. Μια πρώτη ρητή αναγνώριση της εμβέλειας της res interpretata

απαντάται στην Κοινή Δήλωση της Επιτροπής Υπουργών του Σ.Ε. στη Σύνοδο του Brighton, 19-20.4.2012,

διαθέσιμη σε http://www.echr.coe.int/Documents/2012_Brighton_FinalDeclaration_ENG.pdf, § 9 c. στ. iv: «The

Conference therefore … c) In particular, expresses the determination of the States Parties to ensure effective

implementation of the Convention at national level by taking the following specific measures, so far as relevant:…

Enabling and encouraging national courts and tribunals to take into account the relevant principles of the

Convention, having regard to the case law of the Court, in conducting proceedings and formulating judgments;

and in particular enabling litigants, within the appropriate parameters of national judicial procedure but without

unnecessary impediments, to draw to the attention of national courts and tribunals any relevant provisions of the

Convention and jurisprudence of the Court». 134 Χρυσόγονος, 2001, ό.π., σ. 403.

Page 24: Η αρχή ne bis in idem ην πολιική ίκη ως κήλωη 2ου ...epublications.web.auth.gr/sites/default/files... · 2017-11-07 · 2o Ετήσιο Συνέδριο

Pro Justitia 2/ 2016

167

τη συμφωνία ή μη προς αυτό ρυθμίσεων των εθνικών δικαίων, εκτός εάν θεωρούν ότι

στη συγκεκριμένη υπόθεση συντρέχουν λόγοι διαφοροποίησης135

.

Στο εσωτερικό της ημεδαπής έννομης τάξης η αυθεντία του ερμηνευτικού

δεδικασμένου του ΕΔΔΑ διαχέεται μέσω της σύμφωνης με τη Σύμβαση ερμηνείας

του Συντάγματος, στην οποία προσδίδεται νομικό έρεισμα μέσου του άρθρου 25 § 1

Συντ αναπτύσσοντας διπλή δράση: αρνητική, επιβάλλοντας στον ερμηνευτή μεταξύ

πλειόων εκδοχών για την έννοια μιας συνταγματικής διάταξης (ή μιας διάταξης της

ΕΣΔΑ) να απορρίψει εκείνη ή εκείνες που δημιουργούν πρόβλημα αντίθεσης στην

ΕΣΔΑ136

και θετική επιβάλλοντας στον εφαρμοστή του εθνικού δικαίου να

επωφεληθεί από την επεξεργασία και την οριοθέτηση των διατάξεων της ΕΣΔΑ από

τα δικαιοδοτικά όργανα της τελευταίας, δηλαδή το ΕΔΔΑ προκειμένου να

ερμηνεύσει τις διατάξεις του Συντάγματος137

-138

. Δοθέντος ότι τα συνταγματικά

ερείσματα του δεδικασμένου στο δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας είναι ήδη

ευρύτερα αποδεκτά139

μπορεί αβίαστα να συναχθεί το συμπέρασμα πως οι

κατευθυντήριες αρχές του ΕΔΔΑ στο πλαίσιο της νομολογιακής εφαρμογής της

αρχής ne bis in idem ως μερικότερης εκδήλωσης του δικαιώματος στη δίκαιη δίκη

βρίσκουν επαρκές έρεισμα στη σύμφωνη προς τη Σύμβαση, ερμηνεία της του άρθρου

20 § 1 Συντ.

Υπό την έννοια αυτή οι κατευθυντήριες αρχές της νομολογίας του ΕΔΔΑ επί

της αρχής ne bis in idem στην πολιτική δίκη δεν επιδρούν άμεσα στην ισχύ των

ρυθμίσεων των άρθρων 321-334 ΚΠολΔ, πλην όμως παρέχουν το έναυσμα για την

ερμηνευτική προσέγγιση των διατάξεων περί δεδικασμένου με πνεύμα σύμφωνο προς

τα πορίσματα της νομολογίας του ΕΔΔΑ. Κατ’ αποτέλεσμα ερμηνευτικές λύσεις οι

οποίες έρχονται σε αντίθεση με τις κατευθυντήριες αρχές που έχει χαράξει το ΕΔΔΑ,

καταλαμβάνονται από τον αναιρετικό έλεγχο είτε ως παραβάσεις των επιμέρους

εθνικών διατάξεων περί δεδικασμένου (μέσω του αναιρετικού λόγου του άρθρου 559

αρ.16, είτε στο πλαίσιο του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ140

. Με την ΟλΑΠ 2/2008141

135 Χρυσόγονος, 2001, ό.π., σ. 403. 136 Χρυσόγονος, 2001, ό.π., σ. 202. Αναλυτικότερα για τη σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία, βλ. και Χρυσόγονο

Κ., 1994. Η σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία των νόμων στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. ΤοΣ,

1994.223 Πινακίδη, 2001. Η "σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία". Τεχνική του Δικαστικού Ελέγχου της

Συνταγματικότητας των Νόμων ή μέθοδος ερμηνείας του Νόμου δια του Συντάγματος, ΤοΣ, 2001.461 επ. Βλ. επί

τούτου και νομολογιακή εφαρμογή σύμφωνης με την ΕΣΔΑ ερμηνείας, σε ΣυμβΕφΑθ 1327/2009 ΝοΒ 2009.1447.

Η νομολογία του ΣτΕ προσφέρει ικανό αριθμό παραδειγμάτων επίκλησης της «σύμφωνης με το Σύνταγμα

ερμηνείας» κατά την ερμηνευτική προσέγγιση διατάξεων του κοινού δικαίου: ΟλΣτΕ 2279/2001 ΝΟΜΟΣ ΟλΣτΕ

929/2003 ΝΟΜΟΣ ΟλΣτΕ 2857/2003 ΝΟΜΟΣ ΟλΣτΕ 415-418/2011 ΝΟΜΟΣ ΟλΣτΕ 1375-1376/2013

ΝΟΜΟΣ ΟλΣτΕ 1116/2014 ΝΟΜΟΣ ΟλΣτΕ 4747/2014 ΝΟΜΟΣ ΟλΕλΣ 2650/2013 ΝΟΜΟΣ ΕλΣ 2146/1995

ΝΟΜΟΣ Από τα περιορισμένα δείγματα ερμηνευτικής προσφυγής στη σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία από τη

νομολογία των πολιτικών δικαστηρίων βλ. ΜΠρΑθ 181/2014 ΝΟΜΟΣ ΜΠρΠατρ 541/2006 ΝΟΜΟΣ 137 Ibid. 138 Αναγκαία προϋπόθεση ώστε να μπορεί να προσφύγει ο ερμηνευτής στη «σύμφωνη προς την ΕΣΔΑ ερμηνεία»

ή τη «σύμφωνη προς το Σύνταγμα» ερμηνεία αποτελεί η φραστική διατύπωση της διάταξης να παρέχει έρεισμα

στη διατύπωση περισσότερων της μιας ερμηνευτικών προσεγγίσεων: ΟλΕλΣ 2650/2013 ΝΟΜΟΣ. 139 Βλ. ανωτ. § 1. 140 Όπως επισημαίνει ο Καλαβρός Κ., 2012. Η αναίρεση κατά τον ΚΠολΔ, 2η. Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη,

Ελλάδα, άρθρ. 559 αρ. 42 μετά την απόφαση Perlala του ΕΔΔΑ δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι σε περίπτωση

παραβίασης του άρθρου 6 § 1 ΕΣΔΑ, ιδίως ως προς τις προϋποθέσεις πρόσβασης στο ακυρωτικό ή το δικαίωμα

του διαδίκου για ουσιαστική κρίση της διαφοράς του, θα θεμελιώνεται λόγος αναίρεσης κατά το άρθρο 559 αρ. 1

ΚΠολΔ, εφόσον δεν στοιχειοθετείται άλλος λόγος δικονομικός λόγος αναίρεσης. Υπέρ της εκδοχής ότι οι

παραβάσεις του άρθρου 6 § 1 ΕΣΔΑ οι ΑΠ 30/1991 ΝοΒ 1992.537 ΑΠ 1297/1998 Δ 1999.757. Αντίθ. σύμφωνα

με την ΑΠ 344/2009 ΝοΒ 2009.1393 σημ. Μαργαρίτη, παραβάσεις του άρθρου 6 § 1 ΕΣΔΑ εκφεύγουν του λόγου

αναίρεσης του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ. Βλ. ακόμη ευρύτερη επισκόπηση της σχετικής προβληματικής σε

Δεληκωστόπουλο, 2010. Αναιρετικός έλεγχος και ευρωπαϊκό δίκαιο στην πολιτική δίκη. ΝοΒ, 2010.1115. 141 ΝΟΜΟΣ. Την ίδια ερμηνευτική λύση ακολούθησαν και οι ΑΠ 100/2013 ΝΟΜΟΣ ΑΠ 1448/2011 ΝΟΜΟΣ.

Page 25: Η αρχή ne bis in idem ην πολιική ίκη ως κήλωη 2ου ...epublications.web.auth.gr/sites/default/files... · 2017-11-07 · 2o Ετήσιο Συνέδριο

2o Ετήσιο Συνέδριο Νομικής Σχολής ΑΠΘ «Δίκαιη Δίκη»

168

επιχειρήθηκε βέβαια η ουσιώδης περιστολή των ορίων του αναιρετικού ελέγχου για

παραβάσεις του άρθρου 6 § 1 ΕΣΔΑ, με το Ακυρωτικό να δέχεται ότι «Με το

ανωτέρω άρθρο καθ` ο μέρος θεσπίζεται ότι οι υποθέσεις δικάζονται από αμερόληπτα,

ανεξάρτητα και νόμιμα λειτουργούντα δικαστήρια α) δίκαια, β) δημόσια και γ) εντός

λογικής προθεσμίας θεσπίζονται αντίστοιχα ουσιαστικά δικαιώματα των προσώπων

στα οποία αφορά η σύμβαση τα οποία δικαιούνται να αξιώσουν να τύχουν της κατά τα

ανωτέρω δικαστικής προστασίας. Με τη διάταξη αυτή καθορίζεται ποια δικαιώματα

δίδονται για την απονομή της δικαιοσύνης. Πρόκειται συνεπώς για διάταξη

ουσιαστικού δικαίου και η παραβίαση της εμπίπτει στο λόγο αναιρέσεως από το άρθρο

559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ. Δεν στοιχειοθετείται όμως παραβίαση της άνω διατάξεως όταν

πολιτικό δικαστήριο που πληροί τις προϋποθέσεις της παραπάνω αυξημένης τυπικής

ισχύος διατάξεως, ήτοι είναι ανεξάρτητο, αμερόληπτο και λειτουργεί νόμιμα με βάση

κανόνες δικαίου και με οργανωμένη διαδικασία για τα ζητήματα της αρμοδιότητας του

εφαρμόσει εσφαλμένα σε συγκεκριμένη υπόθεση διάταξη ουσιαστικού ή δικονομικού

δικαίου αλλά η πλημμέλεια αυτή της αποφάσεως ελέγχεται με τα προβλεπόμενα από τον

Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ένδικα μέσα». Η ερμηνευτική λύση αυτή όμως, είναι

αμφίβολης συμβατότητας με τη σχεδόν σύγχρονη της απόφαση Perlala του ΕΔΔΑ με

την οποία καταδικάσθηκε η Ελλάδα για ανάλογα στενή ερμηνεία των λόγων

αναίρεσης σε ποινική υπόθεση142

, ενώ παράλληλα χαρακτηρίζεται από εγγενή

αντιφατικότητα δοθέντος ότι αφενός αναγνωρίζει πως το άρθρο 6 § 1 ΕΣΔΑ

αναγνωρίζει ουσιαστικό δικαίωμα των φορέων του, μεταξύ άλλων και στη δίκαιη

δίκη, ενώ συγχρόνως περιορίζει τις πιθανές παραβάσεις του δικαιώματος στις

περιπτώσεις όπου ο διάδικος δεν δικάσθηκε από δικαστήριο «ανεξάρτητο, αμερόληπτο

και λειτουργεί νόμιμα με βάση κανόνες δικαίου και με οργανωμένη διαδικασία»,

παραγνωρίζοντας πλήρως ότι οι εκδηλώσεις της δίκαιης δίκης δεν περιορίζονται στα

παραπάνω στοιχεία. Ακόμη όμως και υπό την ερμηνευτική λύση που ακολούθησε η

ΟλΑΠ 2/2008 δεν μπορεί να αποκλεισθεί εκ προοιμίου ο αναιρετικός έλεγχος

παραβάσεων των κατευθυντηρίων αρχών της νομολογίας του ΕΔΔΑ ως προς την

αρχή ne bis in idem, εδραζόμενος όμως πλέον στους κατ’ ιδίαν πρόσφορους λόγους

αναίρεσης των άρθρων 559 αρ. 14 ή 559 αρ. 16 ΚΠολΔ, στις περιπτώσεις που το

δικαστήριο της ουσίας υιοθέτησε ερμηνευτική λύση των διατάξεων περί

δεδικασμένου ασυμβίβαστη προς τη νομολογία του ΕΔΔΑ.

Επιχειρώντας μια πρώτη καταγραφή των ερμηνευτικών ζητημάτων στα οποία

η σύμφωνη με τη Σύμβαση ερμηνεία θα μπορούσε να φανεί χρήσιμη, μπορούν να

αναφερθούν τα ακόλουθα παραδείγματα:

Ι. Το κώλυμα αναγνώρισης του δεδικασμένου αλλοδαπής απόφασης

λόγω αντίθεσης σε ημεδαπή (323 αρ. 4 ΚΠολΔ). Σύμφωνα με την ερμηνευτική

γνώμη που έχει επικρατήσει στο πλαίσιο της προκείμενης διάταξης αποκλείεται η

αναγνώριση του δεδικασμένου αλλοδαπής τελεσίδικης απόφασης αν αυτή είναι

αντίθετη προς τελεσίδικη ημεδαπή ανεξάρτητα από το χρόνο παραγωγής του

142 ΕΔΔΑ 22.2.2007, Perlala κατά Ελλάδος, 17721/04, ΝοΒ 2007.520 επ σημ. Χούρσογλου, § 27 επ. Ακολούθησε

και νέα καταδίκη της Ελλάδας για την ίδια παράβαση και με αντίστοιχη αιτιολογία: ΕΔΔΑ 16.4.2009, Κ. κατά

Ελλάδας, 30340/07, ΝοΒ 2009.2432 σημ. Χειρδάρη. Αφορμή είχε δώσει η ΑΠ 2050/2003 (ΠοινΛογ 2003.2284)

όπου είχε κριθεί ως απαράδεκτος λόγος αναίρεσης εδραζόμενος σε απευθείας παράβαση του άρθρου 6 § 1 ΕΣΔΑ

με την αιτιολογία ότι η παράβαση της αρχής της δίκαιης δίκης δεν δημιουργεί ιδιαίτερο λόγο αναίρεσης. Όπως

χαρακτηριστικά σημειώνεται στην § 27 της απόφασης Perlala, «η ερμηνεία αυτή του Αρείου Πάγου αφενός τείνει

προς σόφισμα και αφετέρου αποδυναμώνει σε τεράστιο βαθμό την προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών στην

ελληνική αναιρετική διαδικασία». Παρά την καταδίκη της Ελλάδας η αποδοκιμασθείσα ερμηνευτική εκδοχή ως

προς τον αναιρετικό έλεγχο των παραβάσεων του άρθρου 6 ΕΣΔΑ υιοθέτησε και η ΑΠ 963/2010 ΠοινΧρ

2011.274

Page 26: Η αρχή ne bis in idem ην πολιική ίκη ως κήλωη 2ου ...epublications.web.auth.gr/sites/default/files... · 2017-11-07 · 2o Ετήσιο Συνέδριο

Pro Justitia 2/ 2016

169

δεδικασμένου της ημεδαπής απόφασης143

. Η κρατούσα γνώμη υπό το ελληνικό δίκαιο

απολήγει κατ’ αποτέλεσμα στη ματαίωση της παρασχεθείσας στην αλλοδαπή έννομης

προστασίας κατά τρόπο εκ του αποτελέσματος αντίθετο προς το άρθρο 6 § 1 ΕΣΔΑ.

Αντίθετα, η σύμφωνη με το άρθρο 6 § 1 ΕΣΔΑ ερμηνεία του άρθρου 323 αρ. 4

ΚΠολΔ θα επέβαλλε τη συσταλτική ερμηνεία του άρθρου 323 αρ. 4 ΚΠολΔ κατά

τρόπο ώστε η εμβέλεια του κωλύματος να περιορίζεται μόνον στην αντίθεση σε

προγενέστερες ημεδαπές τελεσίδικες αποφάσεις144

.

ΙΙ. Ως προς το πρόβλημα των αντιφατικών δεδικασμένων. Στην ημεδαπή

θεωρία και νομολογία κρατεί η γνώμη, ότι εφόσον το δεδικασμένο νεότερης

απόφασης αντιφάσκει με το δεδικασμένο προγενέστερης και δεν υφίσταται περιθώριο

προσβολής της νεότερης απόφασης με έκτακτα ένδικα μέσα, τότε ως «λύση ανάγκης»

πρέπει να προκριθεί η προτίμηση της νεότερης απόφασης145

. Υπό το πρίσμα της

αναλυθείσας νομολογίας του ΕΔΔΑ η ερμηνευτική λύση απολήγει εκ του

αποτελέσματος στην κατάλυση της έννομης προστασίας που παρασχέθηκε με την

προγενέστερη απόφαση και υπό την έννοια αυτή θα πρέπει να θεωρηθεί ασύμβατη με

τις επιταγές του άρθρου 6 § 1 ΕΣΔΑ. Ως συνεπέστερη προς το δικαίωμα της δίκαιης

δίκης επομένως θα πρέπει να προκριθεί η εκδοχή ότι το προγενέστερο χρονικά

δεδικασμένο θα πρέπει να κατισχύει.

ΙΙΙ. Ως προς την ένταξη των νομικά ασύμβατων αγωγών στην αρνητική

λειτουργία του δεδικασμένου. Η κρατούσα γνώμη στο ελληνικό δίκαιο εντάσσει στην

αρνητική λειτουργία του δεδικασμένου και τις νομικώς ασύμβατες αγωγές146

με

επίκληση του επιχειρήματος ότι η δεσμευτική δύναμη του δεδικασμένου κατοχυρώνει

την τελεσιδίκως διαγνωσθιείσα έννομη συνέπεια όχι μόνον έναντι ευθείας άρνησης

της αλλά και έναντι έμμεσης αρνήσεως της με την επίκληση άλλων έννομων

συνεπειών, υπό την έννοια ότι η επίκληση τους προϋποθέτει αυτόχρημα την

ανυπαρξία της147

. Η κρατούσα γνώμη έχει δεχθεί κριτική με το επιχείρημα ότι στις

143 Αρβανιτάκης Π., 2001. Κρίσιμος χρόνος συνδρομής της προϋποθέσεως περί μη αντιθέσεως της υπό

αναγνώριση αλλοδαπής αποφάσεως προσωπικής καταστάσεως προς ημεδαπή κατά τα άρθρ. 905 IV και 323 αρ. 4

ΚΠολΔ. ΧρΙΔ., 2001.85: 88 μ.π.π. σημ. 38. 144 Όπως άλλωστε προέβλεπε το άρθρο 339 αρ. 4 ΚΠολΔ/1968 η λέξη «προγενέστερη» διαγράφει – συνειδητά,

όπως ορθά επισημαίνει ο Αρβανιτάκης, ό.π. 88- με το άρθρο 27 § 1 Ν.Δ. 958/1971. 145 Ράμμος Γ., 1976. Ανασκόπησις της νομολογίας των ετών 1969-1975 επί θεμάτων ουσιαστικού δεδικασμένου.

Δ, 1976.683 επ: 694 Νίκας Ν., 1992. Σύγκρουση δεδικασμένων. Δ., 1992.585 Νίκας Ν., 2005. ΠολΔ ΙΙ.

Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, Ελλάδα, § 95 αρ. 18 επ Νίκας Ν., 2012. Σύγκρουση δεδικασμένων με αφορμή

τις ΑΠ 493/2011 και 616/2011. ΕΠολΔ, 2012.409 επ. Μπέης, ΠολΔ, άρθρ. 544 σ. 2025. Πρβλ. υπέρ της αντίθετης

ερμηνευτικής εκδοχής: Κουσούλης, 1983. Παρατηρήσεις υπό την ΕφΑθ 3748/1979. Δ.,1983.571 επ:574

(κατισχύει το δεδικασμένο της παλαιότερης απόφασης) Σταματόπουλος Στ., 1988. Αντικειμενικά όρια και

ειδικότερα ζητήματα του δεδικασμένου. Δ, 1988.212 επ: 248 (κατισχύει το δεδικασμένο της παλαιότερης

απόφασης με επίκληση της ουσιαστικής θεωρίας του δεδικασμένου) Μπέης Κ., 1992. ΠολΔ, άρθρ. 332, σ. 1344

(τα εκατέρωθεν δεδικασμένα αλληλοεξουδετερώνονται) Μπέης Κ., 1992. Σύγκρουση αντιφατικών δεδικασμένων

(γνωμ). Δ., 1992.670 επ: 684 (κατισχύει η παλαιότερη με επίκληση του άρθρου 313 § 1 εδ. β’ ΚΠολΔ) Κονδύλης,

2007, ό.π., σ. 682 επ, ιδίως σ. 694-695 (κατισχύει η απόφαση που έκρινε το ζήτημα ως κύριο έστω και αν είναι

προγενέστερη ή αν κατισχύει σε εχέγγυα ορθότητας) Μπέης Κ.,1999. Παρατηρήσεις υπό την ΑΠ 1385/1998. Δ.,

1999.412 επ: 415 (μάλλον υπέρ της εκδοχής ότι κατισχύει η παλαιότερη εφόσον παρέχει περισσότερες εγγυήσεις

ορθότητας). Βλ. ακόμη εκτενή ανασκόπηση των υποστηριζόμενων απόψεων σε Κονδύλη, ό.π. 2007, σ. 682 επ με

αναλυτική επισκόπηση των υποστηριζόμενων απόψεων. Η νομολογία κατά κανόνα συντάσσεται υπέρ της εκδοχής

ότι κατισχύει το δεδικασμένο της νεότερης απόφασης. Βλ. ενδεικτ. από την πρόσφατη νομολογία: ΑΠ 1025/1993

ΕλλΔνη 1994.1565 ΑΠ 530/1995 ΕλλΔνη 1996.1332 ΑΠ 659/2003 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1385/1998 ΕλλΔνη 1999.87

ΑΠ 125/2007 ΝοΒ 2007.1391. Βλ. όμως: ΕφΛαρ 14/2013 ΝΟΜΟΣ ΕφΑθ 3975/2010 ΕφΑΔ 2012.517 ΕφΘεσ

1727/03 Αρμ 2003.1163 ΕφΑθ 6464/1990 Δ 1992.1079 ΕφΑθ 9165/1987 Δ 1992.1076 τασσόμενες υπέρ της

εκδοχής ότι κατισχύει η παλαιότερη εφόσον έχει περισσότερα εχέγγυα. 146Koussoulis, Beitrage zur Modernenlehre, 1986, σ. 202 επ, 231 επ Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Κουσούλης),

Εισαγ. άρθρ. 321-334, αρ. 7 Ποδηματά, 2002, ό.π., σ. 80 Κονδύλης, 2007, ό.π., σ. 186. 147 Ποδηματά, ό.π. σ. 80 σημ. 155.

Page 27: Η αρχή ne bis in idem ην πολιική ίκη ως κήλωη 2ου ...epublications.web.auth.gr/sites/default/files... · 2017-11-07 · 2o Ετήσιο Συνέδριο

2o Ετήσιο Συνέδριο Νομικής Σχολής ΑΠΘ «Δίκαιη Δίκη»

170

περιπτώσεις αυτές δεν μπορεί κατά κυριολεξία να γίνεται λόγος για αρνητική

λειτουργία του δεδικασμένου αλλά ενδεχομένως για κάλυψη των ενστάσεων από το

δεδικασμένο κατ’ άρθρο 330 εδ. β’ ΚΠολΔ ή εκδήλωση της θετικής λειτουργίας του

δεδικασμένου με περαιτέρω πρακτική συνέπεια την απόρριψη της νεότερης αγωγής

ως αβάσιμης148

. Δεδομένου ότι το ΕΔΔΑ αντιμετώπισε στην υπόθεση BRLETIĆ ένα

από τα αρχετυπικά παραδείγματα νομικά ασύμβατων αγωγών (αγωγή επιστροφής με

βάσει τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού μέρους του τελεσιδίκως

επιδικασθέντος ποσού) αποφαινόμενο ότι η νεότερη απόφαση με την οποία

διατάχθηκε η επιστροφή από τη νικήτρια διάδικο μέρους του επιδικασθέντος ποσού

συνιστούσε παράβαση του άρθρου 6 § 1 ΕΣΔΑ, εκτιμούμε ότι δικαιώνεται η

ερμηνευτική θέση της κρατούσας γνώμης.

IV. Γίνεται δεκτό ότι οι αποφάσεις της εκουσίας δικαιοδοσίας

αναπτύσσουν μεν ενέργεια προσιδιάζουσα στην αρνητική εκδήλωση του

δεδικασμένου κατά το άρθρο 778 ΚΠολΔ, όμως η τελευταία δεν καταλαμβάνει σε

καμία περίπτωση τα ιδιωτικά δικαιώματα που κρίθηκαν προδικαστικά και ενόψει της

επίλυσης του κύριου νομικού ζητήματος149

. Ως εκ τούτου είναι νοητό σε

μεταγενέστερη δίκη κατά την αμφισβητούμενη δικαιοδοσία να εκδοθεί αντίθετη

απόφαση, καταλύοντας την αποτελεσματικότητα της παρασχεθείσας έννομης

προστασίας. Ιδιαίτερης πρακτικής σημασίας θα μπορούσε να θεωρηθεί το ζήτημα

στην περίπτωση της αναγνώρισης δικαιούχων του άρθρου 6 § 3 Ν. 2664/1998 η

οποία εισάγεται κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας. Η ratio του

αποκλεισμού των προδικαστικώς κρινόμενων ζητημάτων σε μια διαδικασία όπως

αυτή της εκουσίας δικαιοδοσίας παραμένει βέβαια ασαφής, θα μπορούσαν όμως να

αναγνωρισθούν διακριτές αναλογίες προς το ιστορικό που απασχόλησε το ΕΔΔΑ

στην υπόθεση Kehaya. Υπό την έννοια αυτή θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν

αμφιβολίες για τη συμβατότητα της κρατούσας ερμηνείας του άρθρου 778 ΚΠολΔ

προς τις επιταγές του άρθρου 6 § 1 ΕΣΔΑ ως προς την αρχή ne bis in idem.

V. Προβληματισμός δικαιολογείται ακόμη ως προς τη συμβατότητα της

ρύθμισης του άρθρου 537 ΚΠολΔ προς το άρθρο 6 § 1 ΕΔΔΑ. Πράγματι στην

περίπτωση του άρθρου 537 ΚΠολΔ ανατρέπεται εκ των υστέρων το δεδικασμένο

απόφασης στις σχέσεις του εφεσιβλήτου με τον απλό ομόδικο του εκκαλούντος150

,

που δεν προσέβαλλε την πρωτόδικη. Η νεότερη απόφαση του δευτεροβάθμιου

δικαστηρίου στην περίπτωση αυτή, έστω και εκδοθείσα μεταξύ προσώπων που δεν

ταυτίζονται, απολήγει στην εκ του αποτελέσματος ανατροπή της πρωτόδικης κατά το

σκέλος και ως προς ομόδικο για τα οποία αυτή έχει ήδη καταστεί τελεσίδικη.

Τέλος, προβληματισμός δικαιολογείται και αναφορικά με τη ρύθμιση του

άρθρου 697 ΚΠολΔ μετά το Ν. 4335/2015. Αν και η παροχή της προσωρινής έννομης

προστασίας καταλαμβάνεται από τις εγγυήσεις της αρχής της δίκαιης δίκης,

εκδήλωση της οποίας άλλωστε γίνεται παγίως δεκτό ότι αποτελεί και παρά το

γεγονός ότι οι αποφάσεις ασφαλιστικών μέτρων δεν υπόκεινται εξ ορισμού σε ένδικα

μέσα (699 ΚΠολΔ), ήδη παρέχεται η δυνατότητα στον ηττηθέντα διάδικο να

επανέλθει στο δικαστήριο της κύριας δίκης, ασκώντας ένδικο βοήθημα (και όχι

148 Καλαβρός, § 107. Πρβλ. και Fasching, Kommentar zu den Zivilprozessgesetzen, 1966, § 411 αρ. 19 που

εντάσσει την εξεταζόμενη περίπτωση στην προδικαστική λειτουργία του δεδικασμένου. 149 Μπέης, ΠολΔ, άρθρ. 778, σ. 430 Νίκας, 1991, ό.π., σ. 106 Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Αρβανιτάκης), άρθρ.

778 αρ. 6∙ ΑΠ 260/2008 ΝΟΜΟΣ ΑΠ 41/2003 ΧρΙΔ 2003.445 σημ. Καστρήσιου ΑΠ 1084/1982 Δ 1983.463

ΕφΠατρ 95/2002 ΑχΝομ2003.247 ΕφΘεσ 1031/2002 ΕλλΔνη 2004.589 ΕφΠατρ 202/2001 ΔΕΕ 2003.643 ΕφΑθ

9216/1987 ΕλλΔνη 1989.98. 150 Ότι το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 537 ΚΠολΔ περιορίζεται μόνον στους απλούς ομοδίκους, βλ. ΑΠ

1909/2005 ΕλλΔνη 2006.492.

Page 28: Η αρχή ne bis in idem ην πολιική ίκη ως κήλωη 2ου ...epublications.web.auth.gr/sites/default/files... · 2017-11-07 · 2o Ετήσιο Συνέδριο

Pro Justitia 2/ 2016

171

μέσο), απρόθεσμο στο πλαίσιο του οποίου έχει την ευχέρεια να επιδιώξει ακόμη και

την πλήρη αναδίκαση της υπόθεσης που κρίθηκε με την απόφαση ασφαλιστικών

μέτρων. Ο τελειωτικός- οριστικός χαρακτήρας της απόφασης δηλαδή τίθεται στην

περίπτωση αυτή υπό μια διαρκή αίρεση, τουλάχιστον μέχρι να ασκηθεί αίτηση

ανάκλησης και να απορριφθεί.

Πέραν των θεματικών που άπτονται του δεδικασμένου η νομολογία του

ΕΔΔΑ ως προς την αρχή ne bis in idem στην πολιτική παρέχει αφορμή για γόνιμο

προβληματισμό και στο πεδίο των έκτακτων ενδίκων μέσων. Βέβαια το numerus

clausus των έκτακτων ενδίκων μέσων της αναίρεσης και αναψηλάφησης, η

περιοριστική απαρίθμηση των λόγων που παρέχονται για την άσκηση τους και οι

σύντομες προθεσμίες από τις οποίες εξαρτάται η άσκηση τους κατά κανόνα

διασκεδάζουν τους προβληματισμούς για τη συμβατότητα τους με τις επιταγές της

ΕΣΔΑ.

Ρυθμίσεις κατατείνουσες στην έκτακτη αναθεώρηση τελεσίδικων δικαστικών

αποφάσεων επί τη βάση οίκοθεν ενεργειών δικαστικών οργάνων ή εισαγγελικών

λειτουργών, ανάλογες εκείνων που απαντώνται σε αρκετά ανατολικοευρωπαϊκά

κράτη, δεν υφίστανται κατ’ αρχήν στο ισχύον ελληνικό δίκαιο. Η άσκηση αναίρεσης

από εισαγγελικούς λειτουργούς περιορίζεται κατ’ αρχήν στις περιπτώσεις που ο

εισαγγελέας μετέχει στη δίκη ως διάδικος και χωρίς να απολαμβάνει πρόσθετων

δικονομικών προνομίων (567, 572 ΚΠολΔ)151

. Ως εκ τούτου η συμμετοχή του στη

δίκη δεν μπορεί να εκληφθεί ως παράβαση της αρχής της ισότητας των όπλων152

.

151 Τα όργανα του Συμβουλίου της Ευρώπης έχουν επιχειρήσει να χαράξουν τα όρια της ανοχής του δικαιώματος

στην δίκαιη δίκη προς την συμμετοχή εισαγγελικών λειτουργών σε αστικές δίκες. Προς την κατεύθυνση αυτή

έχουν υιοθετηθεί: α) η Σύσταση 1604/2003 που υιοθετήθηκε στην 870η Σύνοδο των εκπροσωπούντων Υπουργών

(4.2.2004) «Role of the public prosecutor’s office in a democratic society governed by the rule of law»

[http://assembly.coe.int/nw/xml/XRef/X2H-Xref-ViewHTML.asp?FileID=10457&lang=EN] και η με αρ. CDL-

AD(2005)014 Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη Δημοκρατία μέσω του Νόμου [European

Commission for Democracy through Law (the Venice Commission, 63η Σύνοδος της 10-11.6.2005) υιοθέτησε την

υπ’ αρ. για τις ιδιαίτερα ευρείες εξουσίες του Εισαγγελέα στην πολιτική δικονομία της Ρωσσικής Ομοσπονδίας,

στην οποία περιλαμβάνονται και ορισμένες αρχές που είναι δεκτικές αναγωγής σε ευρύτερα κριτήρια της

συμβατότητας του εισαγγελέα στην πολιτική δίκη [«57..., the Prosecutor's Office does not seem to conform to the

tests...which are as follows: 1. In addition to the essential role played by prosecutors in the criminal justice system,

some member states of the Council of Europe provide for the participation of the prosecutor in the civil and

administrative sectors for historical, efficiency and economic reasons but their role should always be exceptional

(principle of exceptionality). 2. The role of the prosecutor in civil and administrative procedures should not be

predominant; the intervention of the prosecutor can only be accepted when the objective of this procedure cannot,

or hardly be ensured otherwise (principle of subsidiarity). 3. The participation of the prosecutor in the civil and

administrative sectors should be limited and must always have a well-founded, recognisable aim (principle of

speciality). 4. States can entitle prosecutors to defend the interest of the state (principle of protection of state

interest). 5. Prosecutors can be entitled to initiate procedures or to intervene in ongoing procedures or to use

various legal remedies to ensure legality (principle of legality). 6. In case it is required for reasons of public

interest and/or the legality of decisions (e.g. in cases of protection of the environment, insolvency etc.) the

participation of the prosecutor can be justified (principle of public interest). 7. Protecting the rights and interests

of disadvantaged groups of society unable to exercise their rights can be an exceptional reason for the intervention

of the prosecutor (principle of protection of human rights)... 13. Prosecutors should have no decision-making

powers outside the criminal field or be given more rights than other parties before courts (principle of equality of

arms). 14. Prosecutors should not discriminate among persons when protecting their rights and should only

intervene for well-grounded reasons (principle of non-discrimination)»], διαθέσιμη σε:

http://www.venice.coe.int/webforms/documents/default.aspx?pdffile=CDL-AD(2005)014-e]. Το ΕΔΔΑ έχει κατ'

επανάληψη προσφύγει στα παραπάνω κριτήρια για να αξιολογήσει κατά πόσον η συμμετοχή του Εισαγγελέα στην

Πολιτική Δίκη πληρεί τις επιταγές του άρθρου 6 § 1 ΕΣΔΑ: ΕΔΔΑ 15.1.2009, MENCHINSKAYA v. RUSSIA,

42454/02, § 34 (η εμπλοκή του εισαγγελέα αξιολογήθηκε ως παράβαση του άρθρου 6 § 1 ΕΣΔΑ) ΕΔΔΑ

26.5.2009, BATSANINA v. RUSSIA, 3932/02 [: BATSANINA], § 27 (Η συμμετοχή του εισαγγελέα στην

πολιτική δίκη κρίθηκε ότι δεν συνιστούσε in concreto παράβαση του δικαιώματος στη δίκαιη δίκη, επειδή στην

συγκεκριμένη περίπτωση αφορούσε στην προστασία του δημοσίου συμφέροντος, οι προσφεύγοντας είχαν

συμμετάσχει χωρίς προσκόμματα στη διαδικασία και εκθέσει πλήρως τις θέσεις τους, η άσκηση του ενδίκου

βοηθήματος από τον Εισαγγελέα δεν ήταν αντίθετη προς το ρωσικό δίκαιο, ούτε συνιστούσε υπέρβαση της

Page 29: Η αρχή ne bis in idem ην πολιική ίκη ως κήλωη 2ου ...epublications.web.auth.gr/sites/default/files... · 2017-11-07 · 2o Ετήσιο Συνέδριο

2o Ετήσιο Συνέδριο Νομικής Σχολής ΑΠΘ «Δίκαιη Δίκη»

172

Αντίθετα, αμφίβολη πρέπει να θεωρηθεί η συμβατότητα ορισμένων πτυχών

της ρύθμισης της αναίρεσης υπέρ του νόμου (557 ΚΠολΔ) προς τις επιταγές του

άρθρου 6 § 1 ΕΣΔΑ, όταν κατ’ εξαίρεση η άσκηση της επιδρά στη διαδικαστική θέση

των διαδίκων (557 εδ. τελ. ΚΠολΔ)153

, όταν δηλαδή ευδοκιμεί για υπέρβαση

δικαιοδοσίας ή έλλειψη καθ’ ύλην αρμοδιότητας (557 εδ. τελ. ΚΠολΔ). Στην

τελευταία περίπτωση, συνεκτιμώμενου και του γεγονότος ότι η αναίρεση υπέρ του

νόμου είναι και στο ελληνικό δίκαιο απρόθεσμη154

, αναγνωρίζεται δε η κατ’

εξαίρεσιν δυνατότητα άσκησης διαδοχικών αναιρέσεων όταν διάδικος στη δίκη είναι

ο εισαγγελέας155

. Μάλιστα υποστηρίζεται156

, αν και όχι χωρίς αντίλογο157

, ότι ο

ΕισΑΠ μπορεί να ζητήσει αναίρεση υπέρ του νόμου και για οποιαδήποτε παράβαση

ουσιαστικού ή δικονομικού κανόνα έστω και αν αυτή δεν συνιστά επώνυμο λόγο

αναίρεσης. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω βρίσκει πλέον έρεισμα και στο άρθρο 6 § 1

ΕΣΔΑ η ερμηνευτική γνώμη158

σύμφωνα με την οποία στις περιπτώσεις που η

αναίρεση υπέρ του νόμου επάγεται αποτελέσματα στις σχέσεις των διαδίκων, τότε

πρέπει να ασκείται υποχρεωτικά μέσα στην προθεσμία του άρθρου 564 ΚΠολΔ.

Αμφίβολη πρέπει να θεωρηθεί κατά μείζονα λόγω η συμβατότητα προς το

άρθρο 6 § 1 ΕΣΔΑ της ρύθμισης του άρθρου 699 εδ. α’ ΚΠολΔ, η οποία είχε

προστεθεί με το άρθρο 4 Ε § 4 Ν. 3388/2005 σύμφωνα με την οποία παρέχοταν το

δικαίωμα στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να ασκεί αναίρεση κατά αποφάσεων

ασφαλιστικών μέτρων στις οποίες ήταν διάδικος το Δημόσιο ή ΝΠΔΔ για υποθέσεις

γενικότερου ενδιαφέροντος. Για τη ρύθμιση αυτή είχαν άλλωστε εκφρασθεί ισχυρές

επιφυλάξεις159

εστιάζουσες προεχόντως στην παράβαση της αρχής της ισότητας160

.

Με εξαίρεση το γεγονός ότι η άσκηση της αναίρεσης υπό τη ρύθμιση αυτή υπαγόταν

στην προθεσμία του άρθρου 564 ΚΠολΔ, η λειτουργία της αναίρεσης προσιδίαζε

στους θεσμούς έκτακτης αναθεώρησης τελεσίδικων δικαστικών αποφάσεων των

ανατολικοευρωπαϊκών κρατών που επανειλημμένα έκρινε ασύμβατους με την

κατοχύρωση της αρχής ne bis in idem το ΕΔΔΑ στην επισκοπηθείσα νομολογία του.

διακριτικής του ευχέρειας, ούτε προέκυπτε ότι είχε επηρεάσει το πολιτικό δικαστήριο κατά τρόπο μη

προσήκοντα). 152 Βλ. και αναλυτικότερα, BATSANINA, § 27. 153 Αντίθετα, όταν η άσκηση και η παραδοχή της αναίρεσης υπέρ του νόμου δεν επηρεάζει τη δικονομική θέση

των διαδίκων, δεν είναι νοητή προσβολή του δικαιώματος στη δίκαιη δίκη. 154 Άρθρ. 557 εδ. α’ ΚΠολΔ. Παρατηρείται όμως ότι παρά τη φραστική διατύπωση της εν λόγω ρύθμισης

ενδείκνυται η contra legem ερμηνεία της στην περίπτωση που η αναίρεση επάγεται αποτελέσματα για τους

διαδίκους: Καλαβρός, άρθρ. 557 αρ. 10 Σινανιώτης Λ., 2006. Η αναίρεση κατά τον ΚΠολΔ, 2η. Π.Ν. Σάκκουλας,

Δίκαιο και Οικονομία, Αθήνα, Ελλάδα, σ. 58. 155 Κλαμαρής, 1981, ό.π., σ. 126-127 Καλαβρός, άρθρ. 555 αρ. 11. 156 Σινανιώτης, ό.π. σ. 57 επ Βαθρακοκοίλης Β., ΕρμΚΠολΔ, άρθρ. 55 αρ. 4. 157 Μπέης, ΠολΔ, άρθρ. 557 σ. 2114 Καλαβρός, άρθρ. 557 αρ. 3. 158 Βλ. του συγγραφείς της σημ. 153. 159 Συμπεριλαμβανομένης και ισχυρής μειοψηφίας 17 αρεοπαγιτών στις ΟλΑΠ 19, 20/2007, ΕΠολΔ 2008.50 με

αντίθ. παρατηρήσεις Ν. Νίκα, 53 επ. Αντίθετα η πλειοψηφία του Ακυρωτικού θεώρησε ότι η διάταξη δεν

διαταράσσει την αρχή της ισότητας των όπλων. 160 Νίκας Ν., 2008. Παρατηρήσεις υπό τις ΟλΑΠ 19, 20/2007. ΕΠολΔ, 2008.53 επ.